Δεν είναι εύκολο να ορίσουμε τι είναι νεότητα, αν και το ψάχνουμε πολύ. Οι διάφοροι συγγραφείς στο πέρασμα του χρόνου δεν έχουν κατορθώσει να συμφωνήσουν σε κανέναν ακριβή ορισμό. Επιπλέον, η νεότητα είναι τόσο πλούσια και με τόσες αποχρώσεις, που δεν βρίσκουμε έναν τρόπο αντικειμενικό, συγκεκριμένο, αυθεντικό, συνθετικό για να την ορίσουμε. Ως φιλόσοφοι έχουμε μια μεγάλη πίστη στη νεότητα και μια μεγάλη ελπίδα σ’ αυτόν το μελλοντικό κόσμο για τον οποίο μιλάμε τόσες φορές και λέμε τόσα πράγματα. Νομίζουμε πως δεν έχουμε πάψει να είμαστε νέοι κατά βάθος και για τον έναν ή τον άλλο λόγο συνεχίζουμε να έχουμε κάποιες ανησυχίες, που είναι λίγο πολύ νεανικές, και έχουν τη ρίζα τους στα ίδια προβλήματα και σε παρόμοιες συνθήκες.
Σε γενικές γραμμές, για να ορίσουμε τη νεότητα, θα πρέπει να δεχτούμε αυτό που λένε ορισμένοι: ότι είναι μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ της παιδικής ηλικίας και της ωριμότητας.
Είναι όντως ένα ενδιάμεσο στάδιο, όχι όμως το μοναδικό ούτε το καθοριστικό, αλλά ωστόσο πολύ ιδιαίτερο, γιατί το άτομο βγαίνει από τη λεγόμενη “γλυκιά ασυνειδησία της νεότητας” και μπαίνει σχεδόν ξαφνικά με ένα άμεσο και απότομο ξύπνημα στις ίδιες τις εσώτερές του πραγματικότητες. Αυτές μπορεί να είναι συγκινησιακές, νοητικές, φυσικές και ψυχολογικές, που γεννιούνται εκείνη την περίοδο και που, όσο φυσικές κι αν είναι, δεν παύουν να έχουν ισχυρό αντίκτυπο στην προσωπικότητα του νέου.
Μιλώντας για τη νεότητα, δε μπορούμε να αναφερθούμε αποκλειστικά και μόνο στις φυσικές αλλαγές που παράγονται και που σηματοδοτούν το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβεία. Πρέπει επίσης να αναφερθούμε σε άλλες, συνακόλουθες αλλαγές, ψυχολογικής και νοητικής φύσης, που είναι πολύ βαθιές. Λειτουργώντας σαν ηχώ από παλιές παραδοσιακές και εσωτερικές διδασκαλίες, θα πρέπει επίσης να σκεφτούμε ότι η αλλαγή στη νεότητα πηγαίνει ακόμα πιο πέρα και δεν ξυπνούν μόνο η ψυχή και το σώμα, αλλά επανεμφανίζεται και το ίδιο το Εγώ. Αυτό το κοιμισμένο Ανώτερο Εγώ έρχεται από το βάθος του χρόνου και χρειάζεται μια ιδιαίτερη στιγμή στη ζωή για να ξυπνήσει και να εκδηλωθεί.
Δε συμφωνούμε μ’ εκείνους που λένε ότι η νεότητα αρχίζει με την ήβη, τη σεξουαλική ωριμότητα. Ούτε πρέπει να μιλάμε για το τέλος της νεότητας όταν εμφανίζεται η ωριμότητα και το ανθρώπινο ον είναι πια ενήλικο. Αν ήταν έτσι, τότε θα έπρεπε να αναρωτηθούμε πότε αρχίζει αυτή η ωριμότητα. Ή μήπως η νεότητα παρατείνεται πολύ περισσότερο, όχι πια στις θετικές της όψεις αλλά στις αρνητικές, ως έλλειψη ωριμότητας που εμποδίζει το νέο να ξέρει τι ζητάει;
Βλέπουμε ότι δεν μπορούμε να θέσουμε όρια. Ο ανθρώπινος πλούτος είναι άπειρος.
Οι πολλαπλές εκφράσεις της ανθρώπινης εξέλιξης είναι κι αυτές άπειρες και δεν μας επιτρέπουν να περιοριζόμαστε σε αυστηρούς ορισμούς.
Η νεότητα έχει το στοιχείο της νέας γέννησης. Είναι σαν να ξαναγεννιέται κανείς, αν και βρίσκεται ήδη μέσα σε ένα φυσικό σώμα που εκφράζεται με υλικούς και συγκεκριμένους όρους.
Η νεότητα είναι σαν να ανοίγουμε τα μάτια μας σ’ ένα νέο τρόπο ζωής και επιφέρει όλη αυτή την ανησυχία που συνεπάγεται απ’ αυτό. Είναι σαν να γεννιόμαστε, αλλά αυτή τη φορά να το κάνουμε μόνοι μας, εντελώς μόνοι, γιατί νιώθουμε πως μόνοι μας θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε όλη την ανησυχία γι’ αυτή τη νέα γέννηση.
Όπως κάθε νέα κατάσταση, αυτή η καινούργια νεότητα της αναγέννησης μάς παρουσιάζεται ασταθής, αβέβαιη και ανήσυχη. Χρειάζεται κάποιο στήριγμα και δεν ξέρουμε πού να το βρούμε. Κι αυτή είναι η αιτία της ανησυχίας στην οποία θέλουμε να αναφερθούμε. Μπορούμε να δούμε αυτήν την ανησυχία από δύο οπτικές γωνίες: Υπάρχει μια φυσιολογική και λογική ανησυχία, εκείνη του μεγαλώματος, της ανάπτυξης αυτού του ανθρώπινου όντος που ξαναγεννιέται, όταν παύει να είναι παιδί. Είναι όλες αυτές οι διαδικασίες που αποτελούν αντικείμενο μελέτης της παραδοσιακής ψυχολογίας. Η δεύτερη άποψη που μας ενδιαφέρει πάρα πολύ είναι η “άλλη” ανησυχία, αυτή που δεν είναι τόσο φυσιολογική και χαρακτηριστική της νεότητας. Είναι αυτή που βρίσκεται διάχυτη στον κόσμο που μας περιβάλλει, με όλα του τα προβλήματα και μια τέτοια ανησυχία είναι λιγότερο φυσιολογική και περισσότερο εξαντλητική για την προσωπικότητα του νέου. Ας ξεκινήσουμε με την πρώτη.
Η ψυχολογία των τελευταίων εκατό πενήντα χρόνων μας λέει ότι δεν είναι δυνατόν να αποτιμηθεί η νεότητα μόνο με όρους φυσιολογικών και ορμονικών αλλαγών, όσο σημαντικές κι αν είναι αυτές, αλλά θα πρέπει να εκτιμήσουμε και άλλα στοιχεία, ψυχολογικού, νοητικού και ηθικού τύπου. Παραδόξως, αυτή η ψυχολογία αντιμετωπίζει όλες τις αλλαγές της νεότητας σαν να ήταν παθολογικά ανώμαλες. Οι αλλαγές είναι τόσο πολλές, τόσο μεγάλες και τόσο σημαντικές, που ο νέος μπορεί να έχει την αίσθηση ότι είναι άρρωστος και ότι είναι τρομερό αυτό που του συμβαίνει.
Το πρώτο που βιώνει είναι η ανάγκη να οικοδομήσει μια νέα προσωπικότητα. Θα πρέπει σύντομα να εκφράσει νέες αντιλήψεις, αλλά δεν είναι εύκολο να βρει στοιχεία για κάτι τέτοιο. Θα πρέπει να ενισχυθεί σε ζητήματα που φαίνονται σχεδόν παιδικά, αλλά που είναι τα πρώτα που επιτρέπουν να εκφραστεί μια νεανική προσωπικότητα. Απορρίπτονται όλα όσα συγκροτούσαν τον προηγούμενο κόσμο, γιατί σημαίνουν παιδικότητα, απερισκεψία, έλλειψη συναισθημάτων. Οπότε όλα τα προηγούμενα είναι κακά, πρέπει να παραμεριστούν, να απορριφθούν. Μέσα σ’ αυτήν τη γενική απόρριψη υπεισέρχεται αμέσως η κατάρρευση της εικόνας που είχε το παιδί για τους γονείς του. Δεν είναι πια ο πατέρας και η μητέρα αυτοί στους οποίους ο νέος θα βρει καταφύγιο, δεν είναι πια το στήριγμα. Και μαζί με την κατάρρευση αυτής της εικόνας, πέφτουν κι αυτές όλων των μεγάλων που ήταν το στήριγμα και ο πιο άμεσος οικογενειακός δεσμός. Όλοι όσοι υπήρξαν αντικείμενα αγάπης μέχρι εκείνη τη στιγμή μετατρέπονται σε αντικείμενο μίσους. Για το νέο άνθρωπο δεν υπάρχουν μέσοι όροι. Όλη η αγάπη που πριν εκφραζόταν προς τους γονείς τώρα στρέφεται σε διάφορους ηγέτες. Υπάρχουν νέες όψεις που θα πρέπει να γεμίσουν το κενό που μόλις δημιουργήθηκε και ξυπνάει μια μεγάλη ανησυχία στο νέο.
Μεγεθύνονται οι εικόνες του καθηγητή ή του ιερέα ή του λίγο μεγαλύτερου φίλου ή κάποιου πολιτικού ηγέτη. Μερικές φορές θέλουν να στηριχτούν ακόμα και σε πολιτικούς ηγέτες, που είναι δικής τους επινόησης και εκφράζουν το ιδεώδες, το αρχετυπικό και το τέλειο. Άλλοτε πάλι«πιάνονται» από ιστορικές προσωπικότητες που εκφράζουν όλα όσα θα τους άρεσαν να είναι και όλη τους η αγάπη στρέφεται προς αυτούς.
Όμως κατά βάθος πρόκειται για το γέμισμα ενός κενού. Κι αυτό, παράγει συγχρόνως μια μεγάλη μελαγχολία και μια νοσταλγία, γι’ αυτόν τον κόσμο της παιδικής ηλικίας που έχει φύγει και δεν πρόκειται να επιστρέψει. Ο νέος στο πρώτο στάδιο έχει μια έντονη ροπή προς την εσωτερική δυστυχία. Νιώθει ότι έχει χάσει όλο τον κόσμο, όμως κανένας δε μπορεί να του δώσει μια εξήγηση. Νιώθει πως μόλις γεννήθηκε σ’ έναν άλλο κόσμο, που δεν τον καταλαβαίνει κανείς. Κι αυτή η τόσο εσωτερική, τόσο βαθιά δυστυχία δεν εκδηλώνεται ποτέ προς τα έξω, αλλά τελικά εμφανίζεται σαν μια ελαφριά μελαγχολία. Εξωτερικά υπάρχει μια υπερβολική ευθυμία, εντελώς πλασματική, με ηχηρά γέλια και άτοπες ενέργειες, ή με επιθετικότητα που πολλές φορές ενισχύεται από μια υπερβολική ζωντάνια. Αυτή η επιθετικότητα επεκτείνεται και απέναντι στους γονείς του, γιατί τους χρεώνει την απώλεια αυτού του παιδικού κόσμου και με κάποιο αίσθημα ενοχής περιμένει να του επιτεθούν κι αυτοί, έχοντας την εντύπωση ότι αυτό συνέβη ξαφνικά χωρίς τη δική του συμμετοχή. Κι εδώ ξετυλίγεται μια μακρά διαδοχή ανησυχιών, παρεξηγήσεων, με τις καθημερινές συζητήσεις και διαφωνίες, τις συνεχείς αντιπαραθέσεις και την αίσθηση ότι δεν μπορεί να ζήσει μ’ εκείνους που μέχρι πρότινος αποτελούσαν έναν κλειστό και θαυμάσιο πυρήνα. Απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση ο νέος αντιδρά με διάφορους τρόπους. Στην πραγματικότητα είναι χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου να ξυπνούν μέσα του μεταφυσικές ιδέες. Όχι σαν μια φιλοσοφική μεταφυσική, τέλεια επεξεργασμένη, αλλά σαν κάτι πιο απλό. Αρχίζει να αναρωτιέται, για πρώτη φορά, για το τι είναι η ζωή και ο θάνατος. Και βλέπει ότι ο ίδιος δεν είναι αιώνιος, ότι βρίσκεται μέσα στο χρόνο, ότι έχει μεγαλώσει κι αλλάξει, ότι θα συνεχίσει να μεγαλώνει και ν’ αλλάζει και κάποτε θα εξαφανιστεί. Και τότε αναρωτιέται για το τι υπάρχει μετά. Μαζί μ’ αυτές τις μεταφυσικές ιδέες εμφανίζονται κι άλλες, ηθικής τάξης. Στην αρχή συνηθίζει να είναι πολύ αυστηρός, μ’ έναν τρόπο και μια ηθική πολύ δική του και πολύ προσωπική, έντονα άκαμπτη, κυρίως για τους άλλους, αλλά σε κάποιο βαθμό και γι’ αυτόν τον ίδιο. Αν αυτό ακολουθούσε μια καλή πορεία, θα είχαμε την αρχή του μίτου που μπορεί να οδηγήσει στο να εξαλειφθεί σιγά - σιγά η νεανική ανησυχία. Δυστυχώς όμως αυτό δεν συμβαίνει, κι έτσι τα πρώτα μεταφυσικά και ηθικά σκιρτήματα συνήθως προκαλούν στην οικογένεια και στους συγγενείς ένα υποτιμητικό χαμόγελο ή ένα κάπως σκληρό πείραγμα, που θα χαράξει πολύ βαθιές πληγές στο νέο.