“Μην πηγαίνεις πάντα από το δημόσιο δρόμο, πηγαίνοντας μόνο εκεί που έχουν πάει και οι άλλοι. Να αφήνεις κατά περιόδους το μονοπάτι που έχουν πατήσει και να μπαίνεις μέσα στο δάσος. Σίγουρα θα βρεις κάτι που δεν έχεις ξαναδεί”
Γεννήθηκε το Μάρτιο του 1847 στο Εδιμβούργο της Σκοτίας μέσα σε μία πενταμελή οικογένεια με μητέρα ζωγράφο και επιτυχημένη μουσικό και πατέρα καθηγητή ομιλίας για κωφάλαλους στο Πανεπιστήμιο UCL του Λονδίνου.
Η οικογένειά του χαρακτηριζόταν για το πάθος της για την εξερεύνηση της φύσης και των τρόπων επικοινωνίας. Ο παππούς του έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της δυνατότητας ομιλίας σε άτομα που παρουσίαζαν δυσκολίες στην ομιλία και για το λόγο αυτό αναφέρονταν σε αυτόν ως «πασίγνωστο καθηγητή ρητορικής» (αγγλικός Τύπος-1838).
Ο πατέρας του ανακάλυψε μία τεχνική η οποία ονομάστηκε “Visible Speech”(οπτική ομιλία), μία τεχνική που χρησιμοποιεί την θέση και το σχήμα της ανθρώπινης γλώσσας και τα χείλη για τη διδασκαλία των κωφών.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο νεαρός Alexander έμαθε ανάγνωση και γραφή σε πολύ μικρή ηλικία, ενώ ανέπτυξε με τη χρήση της ηχηρής αλλά και ευέλικτης φωνής του, ένα ιδιόμορφο τρόπο επικοινωνίας με την κωφή μητέρα του - σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που μιλούσαν στην κυρία Bell πολύ κοντά στο αυτί της, ο ευρηματικός γιος της επέλεγε να της μιλάει με χαμηλούς αλλά έντονους ήχους πολύ κοντά στο μέτωπο.
Αυτό έκανε τον νεαρό Alexander να εικάζει ότι η μητέρα του μπορούσε να καταλάβει τι της έλεγε από τις δονήσεις που παρήγαγε ο κυματισμός της φωνής του. Η αντίληψή του αυτή θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά σημαντική καθώς αποτέλεσε το έναυσμα για βαθύτερη έρευνα και ανάπτυξη περισσότερο περίπλοκων θεωριών όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των κυμάτων του ήχου. Ταυτόχρονα έθεσε τις λογικές βάσεις για την αποδοχή των απόψεων του Bell σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι κωφοί μπορούν να αφομοιωθούν στον κόσμο του ήχου.
Την εποχή εκείνη, μέσα του 19ου αιώνα, το Εδιμβούργο χαρακτηριζόταν από έντονη δραστηριοποίηση σε επιστημονικές και τεχνολογικές εφαρμογές, γεγονός που διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση και στη διοχέτευση της αφοσίωσης και του ενδιαφέροντος του νεαρού Bell.
Σε ηλικία μόλις 14 ετών, επηρεασμένος από την «μηχανή ομιλίας» του Sir Charles Wheatstone και αποδεχόμενος την πρόκληση του πατέρα του, κατασκεύασε με τη βοήθεια του αδερφού του μία συσκευή με στόμα, μύτη, γλώσσα και πνεύμονες η οποία είχε τη δυνατότητα να αναπαράγει σχεδόν ανθρώπινους ήχους.
Σε ηλικία μόλις 16 ετών, δίδασκε μουσική και ομιλία σε ένα οικοτροφείο ενώ παράλληλα ξεκίνησε τα ταξίδια του στη Σκοτία επιδεικνύοντας με τα αδέρφια του την τεχνική διδασκαλίας για κωφούς που είχε ανακαλύψει ο πατέρας τους.
Το εγχείρημα αυτό σε συνδυασμό με τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, τον έφεραν σε επαφή με τα γραπτά του Γερμανού Φυσικού Hermaνn Von Helmholtz. Από μία λάθος ερμηνεία της διατριβής του Helmholtz, ο μελλοντικός τότε εφευρέτης στράφηκε σε πειράματα πάνω στον ηλεκτρισμό. Ενώ στη διατριβή ο Γερμανός φυσικός ανέφερε τον τρόπο παραγωγής ήχων φωνηέντων από ένα συνδυασμό ηλεκτρικών διαπασών και αντηχείων, ο Bell το εξέλαβε ως τη δυνατότητα να μεταδοθούν φωνήεντα μέσα από ένα καλώδιο και αργότερα έστρεψε τις έρευνες του προς αυτή την κατεύθυνση.
Στα μέσα της πρώιμης αυτής ακαδημαϊκής και επαγγελματικής επιτυχίας, ο Bell αναγκάστηκε να φύγει από το Εδιμβούργο εξαιτίας μίας επιδημίας φυματίωσης που στοίχισε τη ζωή στα δύο αδέλφια του και έβαλε και τη δική του ζωή σε κίνδυνο. Για το λόγο αυτό μετανάστευσε στο Οντάριο του Καναδά όπου μπόρεσε να αναρρώσει σωματικά και πνευματικά και να συνεχίσει την επιδίωξη των συνεχώς αναπτυσσομένων φιλοδοξιών του.
Αρχικά, συμμετείχε στη διδασκαλία κωφών σε ένα σχολείο για κωφάλαλους στη Βοστόνη, δραστηριότητα η οποία θεωρούνταν επαναστατική εκείνη την εποχή. Ωστόσο, απέφευγε τις απαγορευτικές πρακτικές της νοηματικής και του εγκλεισμού σε ιδρύματα με συνέπεια να αντιμετωπίσει την κριτική στάση κάποιων συμπολιτών του.
Πιστεύοντας ότι οι κωφοί έχουν δυνατότητες να επικοινωνούν μέσα στην καθημερινότητα και να μην περιθωριοποιούνται, άφησε το στίγμα του ενάντια στην ρατσιστική νοοτροπία της εποχής και θεώρησε ότι θα συνέχιζε να είναι υπεράνω όλων ένας δάσκαλος για τους κωφούς.
Την αποτελεσματικότητα του έργου του και την πραγματική του γενναιοδωρία αποδεικνύει και το γεγονός ότι η Hellen Keller, μία κωφάλαλη γυναίκα με απίστευτο κουράγιο και θάρρος, αφιέρωσε την αυτοβιογραφία της στον Alexander Graham Bell. Στη Βοστόνη, οι ιδέες του για μετάδοση του ήχου μέσω ηλεκτρισμού βρήκαν πρόσφορο έδαφος.
Μετά από επίπονες μελέτες πάνω στη φυσική και μετά από επισταμένες παρακολουθήσεις διαλέξεων σε επιστήμες και τεχνολογίες, ο Bell οδηγήθηκε στην ανακάλυψη του «αρμονικού τηλέγραφου».
Ο Morse είχε ήδη ολοκληρώσει την κατασκευή της πρώτης γραμμής τηλέγραφου, γεγονός που οδήγησε στην στροφή του ενδιαφέροντος της τεχνολογικής τάσης της εποχής προς αυτή την κατεύθυνση. Εξασφαλιζόταν σχεδόν άμεση ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ ατόμων σε πολύ μακρινές αποστάσεις, ήταν δυνατόν όμως να μεταδοθεί μόνο ένα μήνυμα τη φορά.
Έτσι, ζωγραφίζοντας παράλληλες γραμμές ανάμεσα σε διαφορετικά μηνύματα και διαφορετικές μελωδίες σε μία μουσική χορδή, ο Bell οδηγήθηκε στην ανακάλυψη του αρμονικού τηλέγραφου, από τον οποίο θα προερχόταν μετά η ιδέα της εφεύρεσης του τηλεφώνου.
Το Μάρτιο του 1876, ο Bell ανακάλυψε ότι όταν ένα σύρμα πάλλεται από την φωνή, ενώ είναι εν μέρει βυθισμένο σε αγώγιμο υγρό όπως ο υδράργυρος, μπορούσε να μεταβάλλει την αντίστασή του και να δημιουργήσει ένα κυματοειδές ρεύμα - με άλλα λόγια, ότι η ανθρώπινη ομιλία μπορούσε να μεταδοθεί μέσα από ένα καλώδιο.
Στις 10 Μαρτίου συγκεκριμένα, κάνοντας δοκιμές στη μετάδοση με τη χρήση υγρών μπαταρίας, χύθηκε ένα μέρος του οξέος πάνω στον Bell, γεγονός το οποίο τον οδήγησε να καλέσει τον βοηθό του Watson.
Η φωνή του ακούστηκε στον βοηθό του στο διπλανό δωμάτιο και έτσι πραγματοποιήθηκε η πρώτη τηλεφωνική μετάδοση. Στο τηλέφωνο αποδόθηκε η πατέντα με τον αριθμό 174,465 ενώ η πρώτη επίσημη παρουσίασή του πραγματοποιήθηκε στην Έκθεση Εκατονταετίας στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, κατά την οποία ο Bell μετάδωσε ένα μέρος μονολόγου από τον Άμλετ του Σαίξπηρ, ενώ το 1878 τοποθετήθηκε για πρώτη φορά τηλέφωνο στον Λευκό Οίκο των ΗΠΑ.
Τον επόμενο χρόνο, ίδρυσε την εταιρία Bell Telephone Company η οποία μετά από διαρκείς δικαστικές διαμάχες εξασφάλισε την αποκλειστικότητα της πατέντας του τηλεφώνου. Ωστόσο, ο Bell δεν ήταν διατεθειμένος να ξοδέψει τη ζωή του ελέγχοντας και διαδραματίζοντας καθημερινό ρόλο στην εταιρία αυτή. Είχε μία εσωτερική τάση συνεχούς αναζήτησης, ένα ακατάπαυστο ενδιαφέρον και ευρηματικότητα, ένα πάθος το οποίο έπρεπε να διοχετεύσει.
Για το λόγο αυτό, τέσσερα χρόνια μετά από μία από τις μεγαλύτερες εφευρέσεις όλων των εποχών, το 1880 ο εφευρέτης του τηλεφώνου, σε ηλικία μόλις 33 ετών, παραιτείται από την εταιρία και αποφασίζει να ασχοληθεί με τις εφευρέσεις.
Αυτή ήταν και η κύρια ασχολία του για τα επόμενα 40 χρόνια. Μετά την εφεύρεση του τηλεφώνου του απονέμεται το βραβείο Volta, του οποίου το χρηματικό ποσό διέθεσε για τη δημιουργία του εργαστηρίου Volta, ελπίζοντας να ιδρύσει ένα εργαστήριο εφευρετών, κατά αναλογία με εκείνο που είχε ιδρύσει ο Thomas Edison.
Αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος από τη ενέργειά του και την οικονομική του επιφάνεια για να δώσει την ευκαιρία στην ανθρωπότητα να αναπτύξει τις δυνατότητές της και να προχωρήσει ακόμα περισσότερο σε αυτό που θεωρούσε περισσότερο σημαντικό, την τεχνολογική ανάπτυξη. Επίσης, συνεχίζει την διδασκαλία για κωφούς και ιδρύει την Αμερικανική Εταιρία για την Προώθηση της Διδασκαλίας Ομιλίας για Κωφούς.
Από τις πιο σημαντικές εφευρέσεις του ήταν μία συσκευή επαφής κυκλωμάτων, την οποία χρησιμοποίησε για να εντοπίσει μία σφαίρα που είχε τραυματίσει τον πρόεδρο των ΗΠΑ Garfield.
Άλλες εφευρέσεις του ήταν μία συσκευή τεχνητής αναπνοής, μία συσκευή απόσταξης νερού και χαρταετοί-ανεμόπτερα για την πτήση ανθρώπων. Αυτή η ανακάλυψη όμως που ο ίδιος ο Bell θεωρούσε ως τη μεγαλύτερη επιτυχία του ήταν το «φωτόφωνο», μία συσκευή που επέτρεπε στον ήχο να μεταδίδεται με μία δέσμη φωτός.
Το φωτόφωνο λειτουργούσε χρησιμοποιώντας έναν ευαίσθητο κρύσταλλο από σελήνιο και έναν καθρέπτη που θα παλλόταν ως απόκριση στον ήχο. Πάνω στην αρχή του φωτόφωνου στηρίζονται σήμερα οι τηλεπικοινωνίες με τη χρήση της τεχνολογίας οπτικών ινών, τεχνολογία με την οποία μεταδίδεται το 8% του παγκόσμιου όγκου πληροφορίας.
Ο Alexander Graham Bell μέσα από την δημιουργική του δραστηριότητα επιδεικνύει ένα γνήσιο και σπάνιο πνευματικό ενδιαφέρον το οποίο τον καθοδήγησε σε ολόκληρη τη ζωή του, δοκιμάζοντας νέες ιδέες, θέτοντας διαρκώς νέες προκλήσεις και νέες δοκιμασίες στον εαυτό του.
Υπήρξε ένας σπάνιος εφευρέτης που έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της ανθρωπότητας εξασφαλίζοντας την απαρχή για την επικοινωνία των ανθρώπων, κάνοντας πράξη αυτή τη διδασκαλία μέσα από τα μαθήματα που παρέδιδε.
Η ανθρωπότητα αναγνώρισε αυτή την ιδιοφυΐα και όταν πέθανε, τα τηλέφωνα των ΗΠΑ σταμάτησαν να χτυπούν για ένα λεπτό, ως φόρος τιμής σε εκείνον του οποίου το πάθος για επικοινωνία τους είχε δώσει τη δυνατότητα αυτή.
ΠΗΓΗ: nea-acropoli.gr