Ο Κάρλ Γκούσταβ Γιουνγκ, γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1875 στην Κέσβιλ, ένα μικρό χωριό της Ελβετίας. Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας, ενώ το πρώτο είχε πεθάνει λίγο μετά τη γέννησή του και αφού γεννήθηκε ο Καρλ, η οικογένεια απέκτησε ένα κορίτσι, εννέα χρόνια μικρότερο από τον Κάρλ. Ο πατέρας του ήταν ο Γιόχαν Πολ Άχιλς Γιουνγκ, ήταν διδάκτορας φιλοσοφίας και προτεστάντης εφημέριος και είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τη θρησκεία. Η οικογένεια χρειάστηκε πολλές φορές να μετακομίσει, λόγω της εργασίας του πατέρα του Κάρλ Γιούνγκ, μέχρι το 1879, όπου εγκαταστάθηκαν στο Κλάιν – Χένιγκεν.
Σημαντικό ρόλο στη ζωή του Κάρλ Γιούνγκ, αν και δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ, έπαιξε ο παππούς του από τη μεριά του πατέρα του, που είχε και το όνομά του. Ήταν γιατρός και πρύτανης του Πανεπιστημίου της Βασιλείας, όπως επίσης και επικεφαλής της ελβετικής μασονικής κοινωνίας. Είχε μια βαθιά ανθρωπιστική και αλτρουιστική στάση απέναντι στη ζωή. Είχε κτίσει το «Νοσοκομείο των πολιτών» και ίδρυσε ένα άσυλο για τα παιδιά με νοητική υστέρηση το οποίο ονόμασε «Ίδρυμα της Ελπίδας». Ο Κάρλ Γιούνγκ, συχνά έλεγε ότι ο παππούς του υπήρξε παράδειγμα προς μίμηση για αυτόν. Ο παππούς του από τη μεριά της μητέρας του ονομαζόταν Σάμιουελ Πρίσβεκ και ήταν επίσης μια πολύ σημαντική προσωπικότητα που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Ήταν ιερέας της ενορίας του Λέοναρντ και ηγούμενος του προτεσταντικού κλήρου. Σύμφωνα με διάφορες πληροφορίες της ζωής του, η γιαγιά του Κάρλ Γκούσταβ, από τη μεριά της μητέρας του, αλλά και η μητέρα του, είχαν μια έντονη διαίσθηση, γεγονός που λένε ότι είχε κληρονομήσει και ο ίδιος, ο οποίος, μπορούσε να αντιλαμβάνεται κάποια πράγματα πέρα από την κοινή ανθρώπινη λογική. «Έτσι, ο Gustav Richard Heyer, δικαιολογημένα έλεγε ότι ο δάσκαλός του είχε μια «διορατικότητα που μπορούσε να την αποκαλέσει κανείς υπερφυσική», κάτι που συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για το γιατρό και ψυχοθεραπευτή που αποτολμά να φτάσει στο μύχο της ανθρώπινης ψυχής» (Κάρλ Γιούνγκ, Η Ζωή και το Έργο του, Gerhard Wehr, εκδόσεις Αρχέτυπο, σελ 32).
Η ιστορία της ζωής του, μας λέει ότι ο Γιούνκ ήταν ένα ιδιαίτερα μοναχικό και αντικοινωνικό παιδί. Ο ίδιος κάποια στιγμή ισχυρίστηκε ότι όταν έπαιζε ήταν τόσο πολύ απορροφημένος που δεν ήθελε να έχει κανέναν δίπλα του, διότι αποτελούσε γι’ αυτόν ενόχληση. Αγαπούσε πολύ τις πέτρες και συνήθιζε να τις βάφει, χωρίζοντάς τις στα δυο, ώστε το κάτω μέρος να διαφέρει από το επάνω. Tο 1886 πήγε στο Γυμνάσιο της Βασιλείας. Η οικογένειά του υπήρξε φτωχή και ο Κάρλ Γκούσταβ, μεγάλωσε με αρκετές στερήσεις. Εμφάνισε διάφορες νευρικές διαταραχές που στιγμάτισαν τα παιδικά του χρόνια. Επίσης οι πληροφορίες της ζωής του λένε ότι κάθε φορά που πιεζόταν ψυχολογικά, λιποθυμούσε. Το σχολείο δεν του άρεσε ιδιαίτερα και οι λιποθυμικές κρίσεις αυξάνονταν καθώς ο Κάρλ πήγε στο γυμνάσιο, με αποτέλεσμα οι γονείς του να τον σταματήσουν για ένα διάστημα από το σχολείο. Λέγεται ότι αυτό το πρόβλημα κατάφερε να το ξεπεράσει μόνος του όταν ήταν σε μικρή σχετικά ηλικία, λόγω της βούλησης που διέθετε.
Λάτρευε τον Γκαίτε, τον οποίον θεωρούσε πνευματικό πατέρα και εμπνευστή. Είχε έντονη διαφωνία με τον πατέρα του όσον αφορά τα θρησκευτικά ζητήματα για τα οποία είχε διαφορετική άποψη και εναντιωνόταν στη θρησκοληψία. Με τη μητέρα του είχε πολύ καλή σχέση. Έλεγε πως η μητέρα του είχε μια σκοτεινή φύση η οποία ενδεχομένως του είχε δημιουργήσει τους εφιάλτες στην παιδική του ηλικία: «Τη μέρα ήταν μια αξιαγάπητη μητέρα, τη νύχτα όμως, φαινόταν απόκοσμη. Τότε έμοιαζε με μάγισσα, με μυθικό ζώο, με ιέρεια στη σπηλιά της αρκούδας. Αρχαία και άσπλαχνη σαν τη φύση και την αλήθεια» (Κάρλ Γιούνγκ, Η Ζωή και το Έργο του, Gerhard Wehr, εκδόσεις Αρχέτυπο, σελ 73). Είχε διάφορες ενοράσεις και ήταν ένας πολύ εσωστρεφής άνθρωπος. Όλα αυτά τον οδήγησαν στην αυτό – έρευνα που αποτέλεσε τη βάση της θεωρίας του, αλλά παράλληλα φοβόταν να μην γίνει ψυχωτικός.
Το 1895, έδωσε με επιτυχία εξετάσεις για την ανώτατη εκπαίδευση στο λύκειο της Βασιλείας και γράφτηκε στην ιατρική σχολή. Έλεγε ότι ο Νίτσε ασκούσε μεγάλη επιρροή επάνω του και τα έργα που τον είχαν συγκλονίσει ήταν το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» και το «Ασυγχρόνιστες Θεωρήσεις». Το 1896, ο πατέρας του αρρώστησε βαριά και έπειτα πέθανε, γεγονός που έκαναν τις σπουδές του να κινδυνέψουν να διακοπούν, λόγω οικονομικών προβλημάτων. Συγγενείς τον βοήθησαν και έτσι κατάφερε να τελειώσει τις σπουδές του. Παρόλες τις δυσκολίες και το παρελθόν του, έγινε ένας ιδιαίτερα φιλικός και κοινωνικός νέος. Συνήθιζε να μαγεύει τους συμφοιτητές του, μιλώντας για διάφορα θέματα που τον απασχολούσαν. Έγινε βοηθός στο μάθημα της ανατομίας και υπεύθυνος των μαθημάτων ιστολογίας. Ο καθηγητής Friedrich von Muller τον θεώρησε πανεπιστημιακό βοηθό του. Το 1899 έπεσε στα χέρια του ένα εγχειρίδιο ψυχιατρικής που τον μάγεψε και τον έκανε να ακολουθήσει το συγκεκριμένο κλάδο. Το 1900 τελείωσε τις σπουδές του. Αφού εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, μετακόμισε στη Ζυρίχη και αποχωρίστηκε έτσι τη μητέρα του και την αδερφή του. Είχε όμως την ευκαιρία να εργαστεί σε μια πανεπιστημιακή κλινική υπό την ηγεσία του Eugen Bleuler (καθηγητής ψυχιατρικής). Ο Γιούνγκ έμεινε μέσα στην κλινική και το 1902 αφού ολοκλήρωσε την ιατρική διατριβή του, έγινε αναπληρωτής στην συγκεκριμένη κλινική.
Την ίδια χρονιά πήγε στο Παρίσι, σπουδάζοντας κοντά στον Pierre Janet. Δίδαξε εκεί, σε ένα ψυχιατρικό κέντρο, που είχε διεθνή φήμη, το λεγόμενο Σαλπετριέρ.
Συνάντησε για πρώτη φορά τη γυναίκα του, Έμμα Ρόζενμπαχ, όταν αυτή ήταν 14 ετών και αυτός 21. Η Έμμα ανήκε σε μια πολύ εύπορη οικογένεια και όταν έφτασε στα 20 της έκανε πρόταση γάμου. Παντρεύτηκαν το Φεβρουάριο του 1903 και απέκτησαν 5 παιδιά. Η Έμμα συμπαραστάθηκε πολύ στον Κάρλ Γκούσταβ, δίδασκε σε ψυχοθεραπευτές της γραμμής του Γιουνγκ και συμμετείχε στις εργασίες και έρευνες του συζύγου της. Αργότερα έγινε εκπαιδεύτρια και αναλύτρια στο Ινστιτούτο του Γιούνγκ.
Το 1903 επέστρεψε στη Ζυρίχη όπου έκανε διάφορα πειράματα που τον οδήγησαν στην ανακάλυψη των συναισθηματικά φορτισμένων συμπλεγμάτων και το 1905 πήρε το πτυχίο του, της ψυχιατρικής και αναγνωρίστηκε ως λέκτορας έως το 1913. Το 1909 είχε μια τιμητική διάκριση για τις έρευνές του στο Πανεπιστήμιο Κλαρκ της Μασαχουσέτης.
Απέκτησε μια ιδιαίτερη εκτίμηση για τον πατέρα της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόυντ. Τον θεωρούσε έναν ιδιαίτερα αξιόλογο άνθρωπο αλλά χωρίς τη δυνατότητα να μπορεί να τον ψυχολογήσει. Παρόλη την εκτίμηση που έτρεφε για αυτόν δεν συμφωνούσε μαζί του σε κάποιες βασικές γραμμές και γενικότερα στη σεξουαλική θεωρία του Φρόυντ. Ανάμεσά τους ωστόσο και πριν εκδηλωθεί η έντονη ρήξη, υπήρχε μια συχνή επικοινωνία. Εξάλλου ο Γιουνγκ αντιμετώπιζε διάφορα προβλήματα με τον καθηγητή Bleuler και την υπόλοιπη ομάδα της Ζυρίχης και αντίστοιχα ο Φρόυντ με την ομάδα του Άντλερ στη Βιέννη. Χρόνια αργότερα η ρήξη μεταξύ τους μεγάλωσε και έτσι απομακρύνθηκε από τον Φρόυντ, γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του, όπως επίσης και αυτή του Φρόυντ.
Ο Γιούνγκ πίστευε ότι ο ανθρώπινος ψυχισμός αποτελείται από το συνειδητό και το ασυνείδητο και ότι το ασυνείδητο χωρίζεται στο ατομικό και το συλλογικό ασυνείδητο. Μίλησε επίσης για την αντικειμενική ψυχή στην οποία συμπεριέλαβε τις έννοιες σκιά, persona, animus, anima. Θεωρούσε ότι το ασυνείδητο διαμορφώνει 2 βασικούς ψυχολογικούς τύπους: τον εσωστρεφή και τον εξωστρεφή άνθρωπο. Σύμφωνα με τον Γιούνγκ η αιτία της ψυχοπαθολογίας βρίσκεται στο ασυνείδητο. Και οι θεραπείες του συντελούσαν στο να βοηθήσει τους ασθενείς του να βρουν τον τύπο τους και να ζήσουν με βάση αυτόν. Βασική του διαφωνία με τον Φρόυντ αποτέλεσε το γεγονός ότι ο Γιούνγκ πίστευε ότι η σεξουαλικότητα δεν ευθύνεται για όλες τις πράξεις του ανθρώπου. «Η θεωρία του ονομάστηκε από τον ίδιο Αναλυτική Ψυχολογία και Ψυχολογία του Βάθους» (Συνθετική Ψυχοθεραπεία, Ιωάννης Ν. Νέστορος, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σελ 240)
Το 1914 παραιτήθηκε από τη θέση του ως λέκτορας και εγκατέλειψε έτσι την ακαδημαϊκή του καριέρα. Την ίδια χρονιά εκτέλεσε στρατιωτική υπηρεσία ως λοχαγός εξαιτίας της εμπόλεμης κατάστασης στην οποία βρέθηκε τότε η Ελβετία. Από το 1916-1918 υπηρέτησε επίσης ως διοικητής σε στρατόπεδο εκπαίδευσης βρετανικών στρατευμάτων στην Ελβετία.
Του άρεσε ιδιαίτερα να δουλεύει με τις πέτρες και πολύ συχνά ζωγράφιζε. Είχε ιδιαίτερη προτίμηση στο να ζωγραφίζει μαντάλα διότι σύμφωνα με τα λεγόμενά του έκρυβε πράγματα από το ασυνείδητο τα οποία «διψούσε» να ανακαλύψει. Του άρεσε επίσης να κάνει ασκήσεις γιόγκα, αναζητώντας ηρεμία και μια επαφή με το βαθύτερο είναι του. Έκανε ιστιοπλοΐα και του άρεσε επίσης η χαρακτική, η ξυλογραφία, η μαγειρική και το να παίζει με τα παιδιά του. Του άρεσαν πολύ οι εκδρομές, το καλό φαγητό και ποτό. Ένα από τα στοιχεία της φύσης που τον μάγευαν ήταν το νερό που συχνά το επιζητούσε και θεωρούσε «σύμβολο ψυχικού βάθους και ζωτικότητας» (Κάρλ Γιούνγκ, Η Ζωή και το Έργο του, Gerhard Wehr, εκδόσεις Αρχέτυπο, σελ 280).
Ασχολήθηκε με την έννοια του ασυνείδητου, του συμβόλου, του αρχέτυπου κ.λ.π. Ασχολήθηκε επίσης, με τη μελέτη της Αλχημείας και πως αυτή συνδεόταν με την επιστήμη της Ψυχολογίας και συνέλεξε πολλά αλχημικά κείμενα.
Ασχολήθηκε με συζητήσεις, αναλύσεις και συνεδρίες που λάτρευε να τις πραγματοποιεί στον κήπο του σπιτιού του, κοντά στη λίμνη της Ζυρίχης. Έκανε διάφορα ταξίδια με σκοπό να εμπλουτίσει τις γνώσεις και τις εμπειρίες του και γύριζε πίσω πάντα πλούσιος και έτοιμος για εργασία.
Το 1922 αγόρασε ένα οικόπεδο και βάλθηκε με πολύ προσωπική εργασία να χτίσει έναν πύργο με βάση τα πρότυπα που ονειρευόταν. Την χρονιά εκείνη πέθανε η μητέρα του. Έχτισε έναν πύργο από πέτρα χωρίς ηλεκτρικό και νερό, με διάφορες επιγραφές, λιτή επίπλωση και τζάκι.
Συχνά συμβουλευόταν το Ι Τσινγκ όταν έπρεπε να πάρει σημαντικές αποφάσεις στη ζωή του. Ήταν αυτό που είχε συμβουλευτεί λίγο πριν κάνει το ταξίδι στην Αφρική που σημάδεψε τη ζωή του. Ταξίδεψε εκεί με σκοπό να κατανοήσει τους ανθρώπους και το τι έκρυβαν μέσα τους αυτοί οι «απολίτιστοι» σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής. Ενδιαφερόταν για την ινδική φιλοσοφία και θρησκεία και ταξίδεψε στην Ινδία η οποία τον συγκίνησε ιδιαίτερα.
Το 1932 πήρε το βραβείο λογοτεχνίας στη Ζυρίχη και το 1935 ορίστηκε επίτιμος καθηγητής από το Ελβετικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας και το 1936 έλαβε τον τίτλο του Διδάκτορα των Επιστημών. Στον κατάλογο των τιμητικών διακρίσεων πρέπει να προσθέσουμε πολλές ακόμη, που φτάνουν μέχρι και τα βαθιά του γεράματα.
Το 1934 με έναν μικρό και κλειστό κύκλο μαθητών του, ξεκίνησε τα Σεμινάρια του Ζαρατούστρα που διήρκησαν μέχρι το 1939. Του άρεσε πολύ να βρίσκεται σε περιβάλλον που μπορούσε να εκφραστεί ελεύθερα και πέρα από τυπικισμούς.
Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, αφοσιώθηκε στη μελέτη της Αλχημείας και των αρχαίων κειμένων. Εν τω μεταξύ παρουσίαζε διάφορα προβλήματα με την καρδιά του. Το 1944 μετά από ένα ατυχές πέσιμο που του προκάλεσε σπάσιμο στην περόνη του ποδιού του, νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο, όπου υπέστη θρόμβωση στην καρδιά και στους πνεύμονες. Έφτασε κοντά στο θάνατο και όπως ο ίδιος είπε αργότερα είχε διαφόρων ειδών οράματα κατά τη διάρκεια που χαροπάλευε στο νοσοκομείο. Η υγεία του βελτιώθηκε και μετά την ανάρρωση άρχισε να μελετά τα παγκόσμια γεγονότα.
Στα 70 του χρόνια η υγεία του ήταν σε άσχημη κατάσταση και δεν του επέτρεπε να εργαστεί πολλές ώρες. Η δίψα του όμως για μάθηση και ανακαλύψεις δεν στέρευε. Ο Γιούνγκ υπήρξε ένας καλόψυχος και πολύ ευγενικός άνθρωπος και με μια πολύ καλή αίσθηση του χιούμορ. Είχε δεκαεννιά εγγόνια και γνώρισε επίσης και δισέγγονα. Η γιουγκιανή σχολή που ίδρυσε απλώθηκε σε διάφορα μέρη του πλανήτη. Το 1955 πέθανε η γυναίκα του Έμμα. Ο Γιούνγκ είχε κλονιστεί πολύ με αυτήν την απώλεια. Αποσύρθηκε στον πύργο του και ασχολήθηκε με την πέτρα αλλά και με τη ζωγραφική στο σπίτι του. Το 1961 έπαθε ένα εγκεφαλικό. Πέθανε στις 6 Ιουλίου του 1961. Στον τάφο του γράφτηκε τοπ ρητό που βρισκόταν και μέσα στο σπίτι του: «Επικαλούμενος ή μη, ο Θεός θα είναι παρών». Επίσης είναι χαραγμένο ένα κομμάτι από την Επιστολή προς τους Κορινθίους: "Ο πρώτος άνθρωπος είναι της γης και είναι γήινος. Ο δεύτερος άνθρωπος είναι του ουρανού και είναι ουράνιος».
Οι κριτικοί πολλές φορές ήταν αυστηροί μαζί του και έλεγαν ότι ο Γιουνγκ δεν ήταν καλά όταν έγραφε, αλλά όπως είπε ο ίδιος : «Για να κατανοήσει κανείς τη ζούγκλα, δε μπορεί να παραμείνει στη στεριά».
ΠΗΓΗ: nea-acropoli.gr
ΔΕΙΤΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ