Όπως είχαμε αναφέρει η συμμετοχή στα Μυστήρια της Σαμοθράκης, δεν εξαρτιόταν από διαφορές φυλής, φύλου, κοινωνικής τάξης, εθνικότητας. Έτσι, ενώ στα Ελευσίνια η συμμετοχή περιοριζόταν στους Έλληνες πολίτες από φιλολογική και εθνική άποψη και στους ελεύθερους ανθρώπους από κοινωνική άποψη, στη Σαμοθράκη, αντίθετα, μπορούσαν να μυηθούν άνδρες και γυναίκες οποιασδήποτε ηλικίας, εθνικότητας και γλώσσας, είτε ήταν σκλάβοι, είτε ελεύθεροι. Αυτό το φαινόμενο έδωσε στα Μυστήρια της Σαμοθράκης μια θέση εξαιρετικής σημασίας στον αρχαίο κόσμο και από κοινωνική άποψη συγκρίνεται με την καινοτομία του Χριστιανισμού όσον αφορά την ανοχή και τον φιλελευθερισμό σε σχέση με τη λαϊκή συμμετοχή στη θρησκευτική λειτουργία. Ακόμα, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, η λέξη Θρησκεία προέρχεται από τη λέξη Θράκη, από τις ιέρειες "Θράσσες". Όσο για τα υπόλοιπα η Μύηση στη Σαμοθράκη τελείτο χωριστά και δεν είχε σχέση με τις ετήσιες δημόσιες θρησκευτικές τελετές, οι οποίες είχαν εξωτερικό χαρακτήρα. Σ' αυτές τα άτομα μπορούσαν να ζητήσουν την ιεροτελεστία της Μύησης σε όποια ημερομηνία του χρόνου διάλεγαν, όπως αποδεικνύεται από τις στήλες-καταλόγους με τις αντίστοιχές τους επιγραφές, που βρίσκονται στην αυλή του Μουσείου του νησιού. Ακόμα, μολονότι η Μύηση γινόταν μόνο στη Σαμοθράκη, από την ελληνιστική τουλάχιστον εποχή, πολλοί πυρήνες μυημένων οργανώνονταν σε θρησκευτικά και μυητικά Τάγματα και Αδελφότητες και συγκεντρώνονταν σε ορισμένους τόπους και ειδικές ημερομηνίες σ' όλη την Ελλάδα.

Οι Μυστηριακές λειτουργίες, εκτός από τις εξωτερικές τελετές Λατρείας, για παράδειγμα τις συνηθισμένες προσευχές, θυσίες, σπονδές και προσφορές, περιείχαν επίσης την Αποκάλυψη μιας Ιερής Ιστορίας, όπως συνέβαινε και στην Ελευσίνα, σε σχέση με τον Άδη και την Περσεφόνη, καθώς και την εξήγηση στον Υποψήφιο μιας σειράς μαγικών συμβόλων που ο χαρακτήρας τους μας είναι άγνωστος. Παράλληλα, είναι πολύ πιθανό να γινόταν μια μεταφυσική και συμβολική εξήγηση του Μύθου. Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι στη Σαμοθράκη οι Μύστες μάθαιναν να καταλαβαίνουν τη βαθιά σημασία των συμβόλων και των ιθυφαλλικών αναπαραστάσεων του Ερμή-Καδμίλου και αιώνες αργότερα ο Ρωμαίος φιλόσοφος Ουάρρων θα πει ότι ορισμένα σύμβολα που αποκαλύπτονταν κατά τη Μύηση στη Σαμοθράκη συμβόλιζαν τον Πατέρα Ουρανό και τη μητέρα Γη.

Αυτές οι πράξεις και αποκαλύψεις, που παρέμεναν αυστηρά μυστικές, επέτρεπαν στους Μύστες μια επικοινωνία μυστικιστικού χαρακτήρα με το Θείο στοιχείο και τους Θεούς. Έτσι ήταν σε θέση να αποκτήσουν ορισμένες θείες χάρες, όπως τη βοήθεια των Δυνάμεων της Φύσης και των Θεών, της Τύχης και των Μοιρών. Αυτή η θεία προστασία συσχετιζόταν κυρίως με τις θαλάσσιες δυνάμεις. Μετά την τελετή της Μύησης παραδιδόταν στον Υποψήφιο μια πορφυρή ζώνη, που έδενε στη μέση του στο ύψος του υπογαστρίου και που θεωρείτο μαγικό φυλακτό, το οποίο προστάτευε κυρίως από κινδύνους στα ταξίδια και ειδικά στα θαλασσινά. Τέτοια παραδείγματα βλέπουμε στην περίπτωση των Βασιλιάδων «ΑΝΑΞ» Αγαμέμνονα και Οδυσσέα όπως αναφέρει ο Όμηρος. Ακόμη, μετά τη μύηση παρεδίδετο και το μαγικό δαχτυλίδι προστασίας, κατασκευασμένο από μια μαγνητική πέτρα η οποία επέτρεπε την "επικοινωνία" με τη Δύναμη των Βωμών-Βράχων που ήταν αφιερωμένοι στη Θεά Μητέρα Αξίερω.

Η Ε.Π. Μπλαβάτσκυ στην "Αποκαλυμμένη Ίσιδα" αναφέρει ότι τα μυστήρια της Σαμοθράκης είναι τα πιο παλιά που υπήρξαν στη λεγόμενη 5η Άρια Φυλή, αφού υπήρχαν και πριν τον Τρωικό πόλεμο, στη θρυλική εποχή, και ξεπερνούσαν σε βαθύτητα τα Ορφικά και τα Ελευσίνια. Η παράδοση λέει ότι ακόμη και ο ίδιος ο Ορφέας μυήθηκε εκεί πριν να ξεκινήσει για την Αργοναυτική εκστρατεία.

Η μύηση στα Μυστήρια εξασφάλιζε στους μύστες όχι μόνο προστασία στη φυσική ζωή, αλλά και κάτι που ήταν γι αυτούς πολύ σημαντικό στη μεταθανάτια ζωή. Αναφορές πολλών Ελλήνων και Ρωμαίων ιστορικών επιβεβαίωναν ότι η συμμετοχή στα Μυστήρια έκανε τους ανθρώπους ηθικά καλύτερους και πιο καθαρούς. Γι αυτό και ονόμαζαν τους Μύστες και "Ευσεβείς".

Τόσο στα Μυστήρια της Σαμοθράκης όσο και στα Ελευσίνια, υπήρχαν δύο βαθμοί μύησης: η κυρίως μύηση και η Εποπτεία. Αλλά ενώ στα Ελευσίνια η απόκτηση των δύο αυτών βαθμών συσχετιζόταν με τις ετήσιες τελετές και έπρεπε να περάσει το χρονικό διάστημα ενός χρόνου, τουλάχιστον ανάμεσα στον ένα και στον άλλο βαθμό, στη Σαμοθράκη τον ανώτερο βαθμό της Εποπτείας μπορούσε να τον αποκτήσει ο υποψήφιος Μύστης αμέσως μετά τη Μύηση, αν οι πνευματικές ιδιότητές του το επέτρεπαν.

Εξάλλου, ενώ φαίνεται ότι στα Ελευσίνια η Εποπτεία ήταν απαραίτητη για την ολοκλήρωση της Τελετής Μύησης, στη Σαμοθράκη, αντίθετα, οι κατάλογοι μυστών δείχνουν ότι η απόκτηση του βαθμού της Εποπτείας ήταν η εξαίρεση και όχι ο κα-νόνας. Αυτό σήμαινε ότι ο Υποψήφιος για να αποκτήσει αυτό το βαθμό έπρεπε να έχει μερικές ιδιότητες και ικανότητες, οι οποίες ήταν δύσκολο να υπάρχουν στην πλειοψηφία των απλών μυστών. Ικανότητες που οπωσδήποτε ήταν, όπως αποδείχτηκε πρόσφατα από τη μελέτη των μυητικών καταλόγων, ηθικού και πνευματικού είδους και όχι κοινωνικού, πολιτικού ή οικονομικού χαρακτήρα.

Πριν τη τελετή της Εποπτείας ο υποψήφιος έκανε μπροστά στον ιεροφάντη ένα είδος εξομολόγησης των ελαττωμάτων και των "αμαρτιών" του, πράξη που θεωρείται μοναδική περίπτωση στην Ελληνική θρησκεία.

Οι τελετές μύησης στα μυστήρια τελούνταν, όπως και σε άλλα Κέντρα Μυστηρίων, τη νύχτα κάτω από το φως αναμμένων δαυλών και λυχναριών που τοποθετούνταν σε ειδικές θέσεις στον Ιερό χώρο. Οι Μύστες έπρεπε να βαδίζουν σιωπηλά και ρυθμικά σαν να ήταν ένας χορός σκιών, κρατώντας στα χέρια τους αναμμένα, από μια μόνο άκρη λυχνάρια, όπως συμπεραίνεται από την ποσότητα αυτών που βρέθηκαν στις ανασκαφές. Μερικά από τα λυχνάρια αυτά είχαν χαραγμένο επάνω στην κέραμο το μαγικό αρχικό γράμμα της λέξης Θεός και Θάλασσα, το 8 που ανάμεσα σ' άλλους συμβολισμούς -που δεν θα σχολιάσουμε σ' αυτό το μικρό άρθρο- συμβολίζει και την οριζόντια διάμετρο του Κύκλου ως πρώτη εκδήλωση του Θείου. Άλλα λυχνάρια είχαν χαραγμένο το γράμμα Ε ξαπλωμένο, το οποίο βλέπουμε επίσης χαραγμένο σε μια πέτρα-βωμό στους Δελφούς που συμβόλιζε -κατά τον Αριστοτέλη- τις τρεις Ουσίες ή Εκδηλώσεις της Θεότητας (της Αγίας Τριάδας του Ήλιου). Μεγάλος αριθμός των λυχναριών αυτών είχαν δύο τρύπες για δύο φιτίλια, που, μαζί με τη τρύπα του κέντρου, σχημάτιζαν τον αριθμό 3. Πιθανόν οι Υποψήφιοι στην απλή μύηση να άναβαν μόνο τη μια άκρη του λυχναριού που κρατούσαν στο χέρι τους. Αφού λάμβαναν τη μύηση, θα άναβαν και την άλλη άκρη και τότε θα μπορούσαν να γίνουν Υποψήφιοι στο δεύτερο βαθμό Εποπτείας και αφού ολοκλήρωναν κι αυτήν, θα το άναβαν στο κέντρο, έτσι ώστε οι τρεις κάθετες φλόγες θα σχημάτιζαν ένα κάθετο επίπεδο πάνω στο οριζόντιο του λυχναριού. Κι αυτοί οι τρεις τρόποι για ν' ανάψει ο Υποψήφιος το λυχνάρι του θα αντιπροσώπευαν τις τρεις (3) βασικές εξελικτικές κατηγορίες των ανθρώπων.

Οι τελευταίες ανασκαφές μάς έχουν αποκαλύψει πολλές ενδείξεις για το γεγονός ότι τελούνταν συμπόσια στον ιερό χώρο, όπως αργότερα θα τελεστούν οι "αγάπες" ανάμεσα στους Χριστιανούς. Δεν ξέρουμε ακριβώς αν τα συμπόσια αυτά και η κάθαρση που τα συνόδευε γίνονταν πριν ή μετά από τις τελετές μύησης. Αυτό που είναι σίγουρο όμως είναι ότι καταναλώνονταν μεγάλες ποσότητες κρασιού κι ότι ο κάθε Μύστης είχε για προσωπική του χρήση ένα λυχνάρι, ένα κύπελλο κι έναν μικρό κρατήρα στα οποία χάραζε απ' έξω τις περισσότερες φορές τη λέξη «Θεών», δηλαδή «ανήκει στους θεούς». Μετά το τελετουργικό συμπόσιο, αφού τα χρησιμοποιούσε, τα έσπαγε για να μην ξαναχρησιμοποιηθούν από άνθρωπο. Επίσης ξέρουμε ότι οι Μύστες φορούσαν στο κεφάλι στεφάνια από φύλλα δάφνης, βελανιδιάς ή αγριελιάς, που στην περίπτωση των Μεγάλων Μυστών ήταν από χρυσάφι.

Από τις μελέτες και έρευνες που έγιναν μπορούμε να έχουμε μια γενική εικόνα για την τυπική διαδικασία που ακολουθούσαν στην Τελετή μύησης, αν και όσον αφορά το περιεχόμενό της τα περισσότερα μένουν ακόμα στο σκοτάδι, περιμένοντας μια πιο σοβαρή και βαθιά μελέτη συγκριτικής θεολογικής φαινομενολογίας και συμβολικής Μεταφυσικής που θα μπορούσε να ρίξει περισσότερο φως στο θέμα.

Οι ετοιμασίες για τη μύηση γίνονταν σ' ένα μικρό δωμάτιο, στα νότια του Ανακτόρου (κατοικία του Άνακτος). Την αίθουσα αυτή την έλεγαν επίσημα "Ιερή Οικία". Εκεί οι Υποψήφιοι έπαιρναν το λυχνάρι τους και φορούσαν τη χαρακτηριστική στολή της τελετής, ίσως μαύρου χρώματος. Στη μεγάλη αίθουσα του Ανάκτορου μπορούσε να φτάσει κανείς από τρεις πόρτες που είχαν σχέση με την ιεραρχική κατηγορία του Μύστη και οι πιο ανώτεροι και παλιοί απ' αυτούς κάθονταν σε πάγκους πάνω σε μια εξέδρα στο πλάι της αίθουσας για να παρακολουθήσουν την Τελετή που γινόταν στο κέντρο της. Πριν όμως, λίγο πιο πέρα, πραγματοποιούνταν σπονδές και κάθαρση σε κάποια δεξαμενή με αγιασμένο νερό. Στην ελληνιστική εποχή, και ίσως από πιο παλιά, είναι βέβαιο ότι ο Υποψήφιος σταματούσε μπροστά σ' έναν ιερό λίθο που βρισκόταν στο βάθος ενός στρογγυλού λάκκου κι έκανε σπονδές με ιερά υγρά πάνω σ' αυτόν. Το άνοιγμα αυτό ήταν σκεπασμένο μ' ένα κινητό ξύλινο κάλυμμα. Στο τέλος της τελετής ο Μύστης καθόταν πάνω σε μια στρόγγυλη ξύλινη εξέδρα που ήταν μπροστά στην κεντρική είσοδο, ενώ γύρω του τελούνταν ιεροί χοροί κάτω από τους μαγικούς ρυθμούς τελετουργικών ύμνων. Μετά απ' αυτήν την τελετή τον οδηγούσαν στη βόρεια αίθουσα -περνώντας μια απ' τις δύο εισόδους της, που πιθανόν η μια ήταν ανηφορική και η άλλη κλιμακωτή- εκεί όπου θα τελούνταν κάποιες πράξεις και τελετουργικές παραστάσεις. Τότε του αποκαλύπτονταν τα ιερά σύμβολα, των οποίων τη σημασία θα του εξηγούσαν κι αυτός θα έπρεπε να ερμηνεύσει. Ύστερα επέστρεφε από την αίθουσα του Ανακτόρου στην "Ιερή Οικία" όπου θα του παρέδιδαν ένα ντοκουμέντο με την απόδειξη της εγγραφής του στον κατάλογο των Μυστών, το οποίο χαραζόταν σε στήλες ενσωματωμένες στους τοίχους του κτιρίου. Ακόμα και σήμερα μπορεί να διαβάσει κανείς τέτοιες επιγραφές.

Μετά από αυτήν τη διαδικασία, ο μύστης μπορούσε να ζητήσει, αν το επιθυμούσε, να γίνει δεκτός για την απόκτηση του ανώτερου βαθμού της Εποπτείας. Η τελετή αυτή τελείτο στο κτίριο που ονομαζόταν "Ιερόν", στα νότια του Ιερού Χώρου, που στο μέτωπό του άναβαν πελώριοι πυρσοί. Κανένας εκτός από τους τέλειους Μύστες δεν μπορούσε να βρεθεί σ' αυτόν τον τόπο. Πριν μπει ο Υποψήφιος στην Εποπτεία έπρεπε να τελέσει μια πράξη: έστεκε μπροστά στη φωτιά ενός μεγάλου δαυλού που στα πλάγιά του υπήρχαν δύο μεγάλα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Ανέβαινε σ' ένα απ' αυτά. Στα άλλο, όρθιος και ιερατικός, βρισκόταν ο ιεροφάντης, που του έκανε διάφορες ερωτήσεις σαν ένα είδος "αρνητικής εξομολόγησης". Αν έπαιρνε την έγκριση, και μετά από μια κάθαρση στη φλόγα της φωτιάς του δαυλού, μπορούσε να προχωρήσει και να μπει μέσα στο ιερό από την κεντρική είσοδο και ίσως τότε θα άναβε το λυχνάρι που βρισκόταν στο κέντρο. Στη συνέχεια ο Επόπτης πήγαινε στο πίσω μέρος του κτιρίου για να δει με τα δικά του μάτια μια ιερή και μυστικιστική αποκάλυψη, όπως το δείχνει και η ίδια η λέξη Εποπτεία, δηλ. "Ανώτερη Όραση". Σ' αυτό το σημείο ο Ιεροφάντης έμπαινε στην αψίδα και ανέβαινε πάνω σ' έναν ιερό βράχο, σαν άμβωνα, και εκτελούσε μυστικούς τύπους παρουσιάζοντας ταυτόχρονα στον Επόπτη τα ανώτερα ιερά σύμβολα. Επίσης προσφέρονταν σπονδές στους Θεούς του Κάτω Κόσμου. Σε μεταγενέστερες εποχές, κάτω από την αψίδα και τον άμβωνα, υπήρχε μια κρύπτη όπου θυσιαζόταν τελετουργικά ένας ταύρος ή ένας κριός, αφιερωμένος στη Θεά Μητέρα Αξίερω. Το χυμένο αίμα έλουζε τον Μύστη που βρισκόταν σ' ένα λάκκο σκαμμένο στο χώμα, ο οποίος είχε πάνω του ένα ξύλινο σκέπασμα. Αυτή η τελική τελετή αποτελούσε ένα πραγματικό "βάπτισμα αίματος και φωτιάς", όπως συνέβαινε επίσης στη ρωμαϊκή εποχή στα Μυστήρια του Μίθρα.

Αυτό είναι το σύνολο των στοιχείων που μπορούμε να διαθέσουμε σχετικά με τη γνώση για τα Μυστήρια των Μεγάλων θεών της Σαμοθράκης. Τα υπόλοιπα θα μείνουν κρυμμένα για όλους αυτούς που δεν μυήθηκαν. Παρόλα αυτά, μια αύρα μαγείας, σεβασμού και αφοσίωσης διαποτίζει ακόμα εκείνη την αινιγματική περιοχή. Ακόμα πάλλονται οι ιερές πέτρες εκείνες, όχι για το βέβηλο τουρίστα αλλά για τον προσκυνητή που τις αναγνωρίζει στο χτύπο της δικής του καρδιάς. Ακόμα βλέπει κανείς τους βράχους απ' το φως των παλιών εκείνων πυρσών. Αλλά... Μόνο αυτός που έχει μέσα του αναμμένο ένα Δαυλό ... σαν σημαία της αθάνατης Ψυχής του.

 

ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΤΟ Α' ΜΕΡΟΣ