«Να μιλάμε είναι μια ανάγκη, να ακούμε είναι μια τέχνη» (Goethe)
Είναι συνηθισμένο να βλέπουμε ανθρώπους να μιλάνε χωρίς να ακούνε τον συνομιλητή τους, κάνοντας αυτό που η λαϊκή σοφία εκφράζει ως «μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε». Με τον τρόπο αυτό οι συζητήσεις δεν καταλήγουν σε κανένα συμπέρασμα και ακόμη περισσότερο φτάνουν σε παρερμηνείες και παρεξηγήσεις.
Η τέχνη της καλής ακρόασης προηγείται της καλής ομιλίας. Το να ξέρουμε να ακούμε είναι η βάση των ανθρώπινων σχέσεων και μας επιτρέπει να καταλάβουμε τι θέλει να εκφράσει ο συνομιλητής μας, αλλά και να του εκδηλώσουμε την εκτίμηση και τον σεβασμό μας.
Η καλή ακρόαση είναι μια τέχνη και ένα δείγμα πολιτισμού. Είναι να αποδεχόμαστε και να κατανοούμε τις ιδέες και τα συναισθήματα των άλλων, ανεξάρτητα αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε μαζί τους.
Σήμερα στην εποχή της επικοινωνίας οι άνθρωποι έχουν όλο και μεγαλύτερη ανάγκη από κάποιον που να τους ακούει. Οι άνθρωποι αισθάνονται μόνοι τους σ’ έναν κόσμο που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και χρειάζονται κάποιον να μοιραστούν μαζί του όχι μόνο τις λύπες τους, αλλά και τις ιδέες τους και τα όνειρά τους.
Να ξέρουμε να ακούμε σημαίνει να είμαστε διαθέσιμοι για τους άλλους, να δίνουμε αξία στους συνάνθρωπό μας και να του αφιερώνουμε χρόνο. Απαιτεί μια συνειδητή προσπάθεια προσοχής και συγκέντρωσης, που προέρχεται από το ενδιαφέρον μας για τον άλλον και δημιουργεί μια ατμόσφαιρα σεβασμού και εμπιστοσύνης.
Για να μπορούμε να ακούμε συνειδητά, χρειάζεται να μπαίνουμε στη θέση του άλλου και να αφήνουμε παράμερα τις δικές μας ανησυχίες και τις δικές μας απόψεις και συναισθήματα.
Συμβαίνει συχνά την ώρα που κάποιος μας μιλάει εμείς να σκεφτόμαστε κάτι άλλο και να μην προσέχουμε ή ακόμα να ετοιμάζουμε τον αντίλογό μας, που δεν θα είναι απάντηση στα δικά του λόγια, αφού ούτε καν τα ακούσαμε. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να δίνουμε ακατάλληλες «απαντήσεις» ή να προκαλούμε παρεξηγήσεις. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να ακούμε τις λέξεις, αλλά δεν παρατηρούμε τη γλώσσα του σώματος του συνομιλητή μας, με την οποία εκφράζει τις προθέσεις του, τις συγκινήσεις και τα συναισθήματά του.
Δεν μπορεί να υπάρχει μια ομαλή ροή ενέργειας, αν έχουμε εξαρχής μια επικριτική στάση, αν διακόπτουμε την ομιλία του άλλου, διακόπτοντας έτσι και τον ειρμό της σκέψης του.
Εν τέλει δεν είναι εφικτό να επικοινωνούμε, αν θεωρούμε τον εαυτό μας κάτοχο της αλήθειας και ο εγωισμός μας εμποδίζει να έχουμε μια σωστή και ανοιχτή στάση ακρόασης.
Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνούμε και να μπορούμε να συνεννοούμαστε μ’ έναν άνθρωπο είναι να έχουμε ενδιαφέρον γι’ αυτά που μας λέει και να του το δείξουμε: να είμαστε ανοιχτοί και ήρεμοι, να τον κοιτάμε με ευθύτητα και ειλικρίνεια, προσέχοντας τις κινήσεις και τις εύγλωττες σιωπές του, να του κάνουμε ερωτήσεις και να ανακεφαλαιώνουμε κάθε τόσο αυτά που μας είπε, για να επιβεβαιώσουμε ότι έχουμε κατανοήσει σωστά. Δεν χρειάζεται να προσπαθούμε να γίνουμε αρεστοί, αλλά να δώσουμε αξία σε όσα μας λέει και να νοιαζόμαστε για τον ίδιο. Όσο περισσότερο προσέχουμε έναν άνθρωπο, όταν μιλάει, τόσο τον ενθαρρύνουμε και τον βοηθάμε να εκφράζεται σωστότερα.
Δεν είναι ανάγκη να έχουμε απάντηση για όλα ούτε κάποια συμβουλή για τα προβλήματά του. Ο μεγάλος δάσκαλος του διαλόγου, ο Σωκράτης, αναζητούσε την αλήθεια μαζί με τον συνομιλητή του και τον βοηθούσε, ώστε να βρει τις δικές του λύσεις.
Αν σταματήσουμε να μιλάμε τόσο πολύ και ακούμε περισσότερο, μπορεί να ανακαλύψουμε θησαυρούς γνώσης και συναισθημάτων σε εκείνους τους ανθρώπους που πάντα ήταν δίπλα μας, αλλά ποτέ δεν τους ακούσαμε. Μάλλον είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος έχει προικιστεί με τρία όργανα ακρόασης: δύο αυτιά και μια καρδιά.