Με αφορμή την πρόσφατη ανακάλυψη μερικών βραχογραφιών και τις έρευνες που έγιναν από διάφορους ειδήμονες σχετικά με την προϊστορική ανθρωπότητα, θεωρώ ενδιαφέρον να αναφέρουμε μερικά στοιχεία γι’ αυτό το θέμα, από μια πιο εσωτερική άποψη.
Όπως λέει ο Χέρμπερτ Κουμ στο έργο του «Αφύπνιση της Ανθρωπότητας» ο άνθρωπος της εποχής των παγετώνων δεν ζούσε, όπως ισχυρίζονταν παλαιότερα, στις σπηλιές. Δεν υπάρχει ούτε ένα σπήλαιο που να έχει ίχνη ότι κατοικήθηκε σαν σπίτι. Ο άνθρωπος ζούσε σε καλύβες στεγασμένες με δέρματα ή το πολύ σε βραχώδη κοιλώματα σκεπασμένα με πέτρες, αλλά ποτέ μέσα στο βράχο. Εδώ όμως χρειάζονται μερικές εξηγήσεις.
Βασικά οι τύποι σπηλαίων και άντρων που βρέθηκαν ως τώρα μπορούν να ταξινομηθούν σε δυο ομάδες: αυτές που είναι γεμάτες τοιχογραφίες και συμβολικά στοιχεία και αυτές που δεν έχουν. Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε στις πρώτες, για τις οποίες λίγα είναι γνωστά και η τοποθεσία τους ήταν η πιο απρόσιτη και απόμερη που θα μπορούσε να βρεθεί, είτε κάτω από ένα ιερό βουνό, είτε στα βράχια μιας βουνοκορφής, είτε στο κέντρο της πυκνής ζούγκλας ή του δάσους. Σε μεταγενέστερες ιστορικές πλέον εποχές η έννοια του άδυτου του ναού, η κρύπτη της πυραμίδας κ.λ.π., ανταποκρίνεται ακριβώς στην ίδια αυτή πανάρχαια συμβολική θεώρηση. Οι προϊστορικές σπηλιές με ζωγραφιές και σύμβολα έπαιζαν λοιπόν το ρόλο του μυητικού ναού.
Αν και οι καλύβες δύσκολα ανευρίσκονται, γιατί όση μεγαλύτερη αρχαιότητα έχουν τόσο μικρότερο είναι το αρχαιολογικό ίχνος που αφήνουν, είναι όμως ακριβώς αυτές η κύρια κατοικία του προϊστορικού ανθρώπου. Η πρώτη καλύβα που βρέθηκε ήταν αυτή του Λομγκ-Μόννερσντορφ στην κάτω Αυστρία, που την έσκαψε ο Ομπερμάιερ το 1907 και την τοποθέτησε στην Ωρινάκειο Γ΄ Εποχή. Αργότερα ανακαλύφθηκαν δυο καταυλισμοί, στους οποίους υπήρχαν ακόμα σκορπισμένα υπολείμματα των φαγητών, κοκάλα από μαμούθ ταράνδους, μαλλιαρούς ρινόκερους και άλλα ζώα.
Στα βουνά Λίνσεν της Γερμανίας υπάρχουν παρόμοιες καλύβες αν και το σχέδιο της βάσης τους είναι πιο περίπλοκο και στην Ολλανδία υπάρχουν κατάλοιπα δειγμάτων της Μαγδαλινιαίας Εποχής. Στην MOYTHE της Γαλλίας εμφανίζονται ανάμεσα στις τοιχογραφίες σχέδια των καλυβών. Στη Ρωσία υπάρχουν λακκούβες – καλύβες όπου οι άνθρωποι εκμεταλλευόμενοι το ωοειδές και βαθύ σχήμα των λάκκων στο έδαφος κατασκεύαζαν κατοικίες με κλαδιά και δέρματα, όπως συμπεραίνεται από τα δείγματα που υπάρχουν στα χωριά της Κωνστιένκι, κοντά στο Βορονέτζ. Στη Σιβηρία και στη Μάλτα βρέθηκαν βάσεις καλυβών απ’ όπου η αρχαιολογική σκαπάνη ξέθαψε αγαλματίδια θηλυκού γένους, πιθανόν της θεάς μητέρας.
Αυτά τα ευρήματα, για να πούμε μερικά μόνο παραδείγματα, δείχνουν πως ο άνθρωπος της προϊστορικής εποχής ζούσε σε καλύβες και όχι μέσα στις σπηλιές, τις οποίες όπως θα δούμε παρά κάτω χρησιμοποιούσε περισσότερο ως ναούς και τόπους συνάντησης για θέματα που συσχετίζονταν με την αντίληψη για το ιερό και τελετουργικό μέρος της ζωής τους.
ΟΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ
Το περίφημο συνέδριο της Κωστάντζας που έγινε το 1877 με συμμετοχή των σπουδαιότερων ανθρωπολόγων, αποφάσισε ότι η τέχνη της εποχής των παγετώνων ήταν μια πλαστογραφία και το ίδιο συνέβη όταν ανακαλύφθηκαν τα πρώτα είδη τοιχογραφιών.
Έτσι όταν ο Ριβιέρ ανακάλυψε την πασίγνωστη, σήμερα, σπηλιά της MOUTHE στην Γαλλία, δεν δημοσίευσε την ανακάλυψη του μέχρι να υπάρξουν κι άλλα ευρήματα που να επαληθεύσουν την δική του. Επιπλέον συνάντησε ένα μεγάλο τεχνικό αίνιγμα: Το σπήλαιο ήταν σχετικά στενό αλλά από τα πρώτα 90 μέτρα και πέρα, στα 200 μέτρα μήκος που έχει συνολικά, στένευε σημαντικά καθώς μόνο εκεί άρχιζαν να διακρίνονται οι τοιχογραφίες. Το γεγονός αυτό μαζί με το ότι δεν βρέθηκαν ίχνη καπνού στα τοιχώματα και επιπλέον ότι οι μόλις ανακαλυμμένες τοιχογραφίες της Αλταμίρα στην Ισπανία είχαν θεωρηθεί πλαστές, έπεισαν τον Ριβιέρ να μη δημοσιεύσει το εύρημα του. Είναι αξιοσημείωτο να αναφέρουμε ότι ο Ριβιέρ βρήκε μέσα στο σπήλαιο ένα πήλινο λυχνάρι σε σχήμα κριού, παρόμοιο με το Αιγυπτιακό Κνουμ-Ρα, τον βεδικό Άγνι ή τον πασχαλινό της Εβραιοχριστιανικής συμβολολογίας.
Ευτυχώς, χάρη στις ανακαλύψεις του BREUIL και του PEY RONY ο Ριβιέρ μπόρεσε να επαληθεύσει την δική του, αν και δεν κατάφερε κανείς να δώσει κάποια ικανοποιητική εξήγηση για τα αινίγματα που αυτή παρουσίασε. Και μολονότι η σύγχρονη επιστήμη έχει πλέον παρατηρήσει την περίεργη διαδικασία παρακμής που συμβαίνει στην ίδια την προϊστορία και που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η προϊστορία αποτελεί την παρακμή ενός προηγούμενου πολιτισμικού κύκλου, αλήθεια είναι επίσης ότι η ίδια επιμένει να αγνοεί το γεγονός αυτό, για να μην αναγκαστεί να παραδεχθεί την αντίφαση.
Όλους εκπλήσσει η αντίφαση που, όπως μας λένε, υπάρχει μεταξύ της εξαιρετικής τέχνης από τη μια και της ζωής από την άλλη, εκείνων των «άγριων» ανθρώπων των σπηλαίων, η οποία δικαιολογεί εν μέρει την απιστία των καθηγητών της Ευρώπης του περασμένου αιώνα, όταν έγινε η ανακάλυψη του πρώτου ευρήματος ζωγραφικής των σπηλαίων στην Αλταμίρα από τον Σαντουόλα. Αλλά οι αντιφάσεις μεγαλώνουν όταν μερικές φορές η κατεστημένη επιστήμη επιχειρεί, χωρίς πραγματικές αποδείξεις, να μετατρέψει όλα τα παλαιολιθικά ευρήματα σε αρχαιότερα από τους αρχέγονους προκατακλυσμιαίους πολιτισμούς της Ατλαντίδος και της Αριαβάρτα. Αλλά το θέμα είναι ότι αν, όπως ξέρουμε, η τέχνη παρακμάζει από την παλαιολιθική έως την νεολιθική εποχή, γιατί τότε να μη βλέπουμε στην παλαιολιθική εποχή την παρακμή και τον εκφυλισμό μιας Ατλάντιας εποχής. Η ίδια η δεξιοτεχνία αυτών των ανθρώπων των σπηλαίων στο χάραγμα και τη ζωγραφική τέχνη δεν είναι παρά ένα κατάλοιπο του αρχέγονου Ατλάντιου πολιτισμού, που το τελευταίο του ίχνος το βρίσκουμε στο νησί Ποσειδωνία που αναφέρει ο Πλάτωνας στον Τίμαιο και τον Κριτία και εξαφανίστηκε περίπου 12.000 χρόνια πριν στο βυθό του Ατλαντικού.
ΟΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ: ΤΕΧΝΗ, ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΜΑΓΕΙΑ
Το περιεχόμενο των τοιχογραφιών είναι πολυποίκιλο. Μερικές είναι αριθμητικά ιερογλυφικά και άλλες σχηματίζουν σημεία και γραμμές σε σειρές, όπως τα ιερογράμματα των Μάγια, των Κινέζων ή των Αιγυπτίων. Τα σήματα των αριθμών μετατρέπονται σε γράμματα ενός ή μερικών πανάρχαιων αλφαβήτων που δημιουργούνται από τους συνδυασμούς των 27 γραμμάτων του αλφαβήτου και κάποιων ονοματοποίητων και που η ερμηνεία τους μας είναι σχεδόν εντελώς άγνωστη σήμερα. Άλλες τοιχογραφίες παριστάνουν σκηνές «αλυσοδεμένες» (σαν τα διαδοχικά φωτογράμματα του φιλμ μιας ταινίας) με ζώα και ανθρώπους, που πιθανώς διηγούνται σημαντικά γεγονότα σχετικά με πολέμους ή κυνήγια ή πανηγύρια που ο παρατηρητής τα έβαλε με την φαντασία του σε κίνηση όπως γίνεται με τα φωτογράμματα του φιλμ στη μηχανή του κινηματογράφου. Έτσι συναντάμε ζωγραφιές ζώων με 5 ή 6 πόδια που προκαλούν την ψευδαίσθηση της κίνησης στον παρατηρητή. Μια τέτοια νοητική σύλληψη είναι κάθε άλλο παρά πρωτόγονη. Επίσης εκμεταλλεύονταν τις ανωμαλίες του τοίχου της σπηλιάς για να ζωγραφίσουν με την αίσθηση της σκιάς και του ανάγλυφου, προκαλώντας ένα εντυπωσιακό παιχνίδι σκιών κάτω από το φως των δαυλών ή της τελετουργικής πυρράς.
Στην προϊστορική εποχή πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η επιστήμη και η τέχνη ήταν πάντα στενά συνδεδεμένες με την μαγεία μέσα σε μια αντίληψη της ολότητας της φύσης και της ζωής, που όλα αποτελούν όψεις της ίδιας πραγματικότητας και τίποτα δεν είναι ανεξάρτητο από τα άλλα ή κάθε τι είναι εξαρτημένο και ενωμένο με όλα. Σήμερα, με την τεχνολογική αλλοτρίωση του πολιτισμού μας βλέπουμε την μαγεία αυτών των πολιτισμικών καταλοίπων σαν το πιο τραχύ, θα λέγαμε, και καθυστερημένο τμήμα της ιδιοσυγκρασίας τους, χωρίς να λάβουμε υπόψη ότι αυτή έπαιζε σημαντικότατο ρόλο στην κοινωνική και ατομική ζωή τους. Ας θυμηθούμε επίσης ότι ακόμα για τους αρχαίους ιστορικούς πολιτισμούς η μαγεία αποτελούσε επιστήμη και μάλιστα την ανώτερη απόκρυφη επιστήμη. Όπως ένα σύγχρονο κομπιούτερ θα φαινόταν «μαγικό» σ’ έναν κάτοικο της μεσαιωνικής Ευρώπης, έτσι σήμερα ονομάζεται μαγικό κάθε τι που αγνοείται και δεν δέχεται λογική θετική εξήγηση σύμφωνα με το δικό μας σημερινό επίπεδο γνώσεων. Έτσι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ήταν εκείνη η μαγική αντίληψη που ώθησε τους αρχαίους να υψώσουν ένα Στόουνχεντζ, μια πυραμίδα του Χέοπα, ένα Τιαχουανάκο, έναν Παρθενώνα, κ.λ.π. για να αποθηκεύσουν και να μεταβιβάσουν γνώσεις και διδασκαλίες που οι πραγματικές τους λειτουργίες σήμερα μας διαφεύγουν σε μεγάλο βαθμό.
Συγκεκριμένα η μαγεία των σπηλαίων της παλαιολιθικής εποχής ήταν μαγεία από «συμπάθεια», από «μεταφυσική επαφή» θα λέγαμε. Η λειτουργική δομή της βασίζεται στο ότι υπάρχει η πεποίθηση ότι δημιουργείται και διατηρείται μια λεπτή, ψυχική αόρατη σχέση πάνω σε όλα αυτά που κάποιος σκέπτεται, γράφει ή ζωγραφίζει. Έτσι π.χ. όταν φτιάχνουμε ένα άγαλμα ή μια εικόνα ενός Αγίου ή θεού, κατά κάποιο τρόπο τον επικαλούμαστε και καθώς τον λατρεύουμε μέσα από την έκφραση του ειδώλου του, έχουμε την πεποίθηση και την αίσθηση ότι πραγματικά λατρεύουμε και επικοινωνούμε μ’ αυτόν τον Άγιο ή θεό και ότι κατά κάποιο τρόπο κι αυτός ανταποκρίνεται. Είναι λοιπόν κατανοητό ότι για τους ανθρώπους της αρχαίας εποχής η τέχνη και η επιστήμη δεν γίνεται να χωρίζονται από τη μαγεία και τη θρησκεία, τουλάχιστον όσον αφορά την προϊστορική εποχή. Σήμερα όμως αυτή η αντίληψη δύσκολα μπορεί να γίνει κατανοητή και ακόμη δυσκολότερα εφαρμόσιμη. Σήμερα για παράδειγμα, η ζωγραφική έχει έναν αισθητικό και διακοσμητικό ρόλο για μας και δεν θα φανταζόμασταν ότι κάποιος ζωγράφος ζωγραφίζει με άλλη, διαφορετική από αυτές, σκοπιμότητα, γιατί αλλιώς δεν θα πούλαγε και το έργο του θα χανόταν. Αυτή όμως η οικονομική οπτική πλευρά δεν υπήρχε στην αρχαιότητα. Οι ζωγράφοι των σπηλαίων δεν ζωγράφιζαν για να πουλήσουν τα έργα τους -θα ήταν άλλωστε αδύνατο και γελοίο να κόψουν τον τοίχο για να πάρουν τις τοιχογραφίες μαζί τους- αλλά ο μοναδικός σκοπός τους όταν ζωγράφιζαν ήταν να επιτύχουν καλύτερο κυνήγι, γονιμότητα και νίκες στους πολέμους με τους εχθρούς και με το άγριο περιβάλλον τους. Σ’ αυτό ακριβώς βασίζεται η έννοια της μαγείας από συμπάθεια. Δηλαδή, ζωγραφίζοντας νικημένο τον εχθρό ή σκοτωμένο το θήραμα, θα κατάφερναν να συμβεί το ίδιο και στη φυσική πραγματικότητα. Η ζωγραφισμένη εικόνα του πληγωμένου ελαφιού θα έπασχε μαζί -η έννοια της συμπάθειας- με την πραγματική ελαφίνα και αυτή συνεπώς θα πληγωνόταν άνετα στο κυνήγι.
Παρ’ όλα αυτά, είναι επίσης ολοφάνερο και παραδεκτό πια, ότι οι παλαιολιθικές τοιχογραφίες θα έπρεπε να είχαν άλλες έννοιες και σκοπιμότητες από αυτές που αναφέραμε προηγουμένως σχετικά με ένα καλό κυνήγι, μια καλή συγκομιδή ή τη νίκη πάνω στους εχθρούς στο φυσικό επίπεδο. Ίσως να υπήρχαν άλλου είδους γόνιμες δραστηριότητες και κατορθώματα, όπως αυτή του καλού ποιητή, μάγου ή του καλού μαθητή.
Είναι λοιπόν ακριβώς εκεί που οι σπηλιές έπαιζαν το ρόλο του άντρου μύησης για την τέλεση μυστικών τελετών μύησης στα Μυστήρια… θεσμός που θα τον συναντήσουμε χιλιάδες χρόνια αργότερα, ακόμα και στους ιστορικούς γνωστούς πολιτισμούς.
ΜΕΡΙΚΑ ΣΠΗΛΑΙΑ
Αν δεν υπάρχει καμιά σπηλιά με τοιχογραφίες που να δείχνει ότι κατοικήθηκε από τον προϊστορικό άνθρωπο, τότε ποια ήταν η χρήση και η σημασία τους. Ήταν μήπως ναοί, χρησίμευαν σαν τελετουργικά κέντρα ή άντρα μύησης.
Στα PROITS FRERET όλα δείχνουν την ιεροτελετουργική χρήση του σπηλαίου. Οι σκαμμένες στο βράχο στοές οδηγούν σ’ ένα μικρό θάλαμο που οι τοίχοι του είναι εντελώς σκεπασμένοι με παράξενες ζωγραφιστές εικόνες ζώων δίπλα σ’ έναν άντρά με κεφάλι Βίσονα και άλλα ζωικά χαρακτηριστικά, ο οποίος με την σειρά του χορεύει πίσω από δυο υβρίδια ζώα με τρομακτικό και παράξενο ύφος. Από το θάλαμο αυτό μια άλλη στοά, γεμάτη κι αυτή με σχέδια και ζωγραφιές οδηγεί σε σπείρα προς ένα παράθυρο που ανοίγει πάνω σε άλλο θάλαμο τοποθετημένο 3,5 μέτρα πάνω από το προηγούμενο πάτωμα. Φαίνεται ότι εκεί εμφανιζόταν ο ιερέας-μάγος ή σαμάνος πάνω από τους πιστούς που θα είχαν συγκεντρωθεί κάτω, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό θέαμα.
Έτσι ο υποψήφιος ανάτρεχε τη σπείρα που λίγο-πολύ θα φωτιζόταν από δάδες, διακρίνοντας τις σκηνές των τοιχογραφιών που έπαιρναν ζωή κατά κάποιο τρόπο από το τρεμούλιασμα των φώτων και σκιών από τις δάδες και καθώς τελείωνε την διαδρομή θα εμφανιζόταν ψηλά ο μάγος, προκαλώντας έτσι κάποιο ψυχολογικό τράνταγμα. Ο παλαιολιθικός άνθρωπος μάθαινε από εντύπωση-χτύπημα και έκπληξη τα λίγα που θα μπορούσε να μάθει τότε.
Στους λάκκους του OFNET βρέθηκε πάνω σ’ ένα στρώμα ώχρας, όπως σε άλλες περιοχές, μεγάλος αριθμός ανθρώπινων κρανίων με μερικούς σπόνδυλους και ενδείξεις ότι κόπηκαν λίγο μετά το θάνατο και θάφτηκαν προσεκτικά, πάντα με το πρόσωπο στραμμένο προς τη Δύση. Κάποιο ανθρωπολόγοι θεώρησαν το γεγονός ως λατρεία του κρανίου, αν και θα ήταν καλύτερα να μιλούσαμε για λατρεία στους προγόνους ή στην κοινή προέλευση της ηπείρου απ’ όπου προήλθαν, της Ατλάντιας ηπείρου δηλαδή. Γι’ αυτό αυτές οι αναμνήσεις για τις οποίες μιλάμε είναι πολύ πιο ισχυρές στους αρχαιότερους λαούς και σιγά-σιγά αυτή η προγονική μνήμη και ένωση ελαττώθηκε ώσπου η ιστορική τους ανάμνηση μετατράπηκε σε μυθολογία και θρύλο. Αυτή είναι η αιτία κυρίως που οι παλαιολιθικοί τέχνη εκφυλίζεται και παρακμάζει καθώς περνούν οι χιλιετηρίδες. Και όχι μόνο η τέχνη αλλά και η επιστήμη, η μαγεία και η θρησκευτική αντίληψη που αναφέραμε προηγουμένως. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι εκείνη η παλαιολιθική επιστήμη κατόρθωνε αλχημικά να ισιώνει χαυλιόδοντες μαμούθ, πράγμα που είναι εντελώς αδύνατο για τη σημερινή τεχνολογία μας.
Επίσης τα εσώγλυφα και οι τοιχογραφίες του σπηλαίου του Λασκώ στη Γαλλίας, που έχουν ηλικία τουλάχιστον 25.000 ετών και βρίσκονται σε όλο το θόλο, αναγκάζουν τους επιστήμονες να αναρωτιούνται με τι είδος σκαλωσιές εργάστηκαν σ’ εκείνη την εποχή για να διακοσμήσουν το θόλο, ο οποίος είχε αρκετά μέτρα ύψος από το πάτωμα της σπηλιάς. Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο αίνιγμα του Λασκώ, γιατί εκτός από το συνηθισμένο μυστήριο σχετικά με το σύστημα φωτισμού που δεν άφησε ίχνη καπνού, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί πώς εμπόδισαν οι προϊστορικοί καλλιτέχνες τη φθορά του έργου τους, αν και το διοξείδιο του άνθρακα που εκπέμπουν οι τουρίστες σε λίγα χρόνια το έχει ήδη βλάψει σημαντικά. Για να αποφευχθεί η καταστροφή των τοιχογραφιών έπρεπε να εγκατασταθούν περίπλοκοι μηχανισμοί που κόστισαν εκατομμύρια φράγκα. Έπρεπε να ανανεώνουν τον αέρα και να διατηρούν την αίθουσα σε σταθερή θερμοκρασία, σύμφωνα με τις ίδιες αρχές που εφαρμόζονται στα σύγχρονα υποβρύχια. Μπρούτζινες πόρτες που ρυθμίζονται εμπόδιζαν την είσοδο του φρέσκου αέρα. Θεωρητικά το διοξείδιο του άνθρακα εξαλειφόταν μέσω του ειδικού συστήματος, αλλά παρ’ όλα αυτά όταν το σπήλαιο άνοιξε πάλι στο κοινό οι τοιχογραφίες χάλασαν. Φαίνεται ότι οι προϊστορικοί χρήστες του γνώριζαν καλύτερα το μυστικό της συντήρησής του.
Χρειάζεται να επεξηγήσουμε ότι παρόλη τη φαινομενική αφθονία ανακαλυμμένων σπηλαίων ή άντρων μύησης με τοιχογραφίες και ανάγλυφα από την παλαιολιθική εποχή που βρέθηκαν σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και της Β. Αφρικής, μπορεί κανείς να υποθέσει, με μεγάλες πιθανότητες αλήθειας, ότι αυτά που δεν γνωρίζουμε και δεν ανακαλύφθηκαν είναι πολύ περισσότερα. Ας έχουμε υπόψη ότι σε ότι αφορά αυτό το συγκεκριμένο θέμα και άλλα παρεμφερή, όπως η ύπαρξη αρχαίων άγνωστων πολιτισμών, η «σχετική» έλλειψη ευρημάτων ή αποδείξεων εξηγείται εύκολα αν θεωρήσουμε ότι ερευνήθηκε μόνο ένα πολύ μικρό μέρος της επιφάνειας της γης, και από αυτή ένα πολύ μικρό μέρος αφορά στρώματα κάπως νεώτερα, από τα οποία μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα βρούμε ίχνη ανώτερης μορφής ζωής. Και ακόμα, αυτά έχουν εξερευνηθεί τόσο ατελώς που τώρα βρίσκουμε χιλιάδες αναμφισβήτητα ανθρώπινα κατάλοιπα εκεί ακριβώς που 30 χρόνια πριν μόλις υπήρχαν υποψίες για την ύπαρξή τους. Το χειρότερο είναι ότι μέχρι πολύ λίγα χρόνια πριν η κατεστημένη επιστήμη συνήθιζε να προσαρμόζει τις ανακαλύψεις στο καλούπι των θεωριών της αντί να μετασχηματίζει τις θεωρίες σύμφωνα με τις νέες ανακαλύψεις.
Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΜΥΗΣΗΣ
Η Ε.Π.Μπλαβάτσκυ αναφέρει στο μνημειώδες έργο της «Μυστική Διδασκαλία» ότι οι παραδόσεις αναφέρουν πως κατά την πρώτη εποχή της Ατλαντίδος η θρησκευτική γνώση (βίδυα, γνάνι γνώση) ήταν κοινή για όλους αλλά όταν πολλαπλασιάστηκε γρήγορα το ανθρώπινο γένος, λόγω ανεξέλεγκτης σεξουαλικότητας, πολλαπλασιάστηκαν και οι ιδιοσυγκρασίες του σώματος και του νου και αποδυναμώθηκαν. Στις λιγότερο καλλιεργημένες και υγιείς διάνοιες ρίζωσαν υλιστικές υπερβολές με τις συνεπαγόμενες τους δεισιδαιμονίες. Από τις επιθυμίες και τα πάθη, ως τότε άγνωστα, γεννήθηκε ο εγωισμός, και γι’ αυτό συχνά οι άνθρωποι καταχράστηκαν τη δύναμη και τη γνώση τους, μέχρι που στο τέλος χρειάστηκε να περιοριστεί ο αριθμός και η ποιότητα αυτών που γνώριζαν. Έτσι άρχισε η μύηση. Κάθε χώρα επέβαλλε ένα ειδικό θρησκευτικό σύστημα προσαρμοσμένο στη νοητική ικανότητα του λαού της και στις πνευματικές του ανάγκες. Αλλά επειδή οι σοφοί περιόριζαν τη λατρεία σε απλές μορφές, χρειάστηκε παράλληλα να περιορισθεί η αληθινή και βαθιά γνώση στους πολύ λίγους. Η ανάγκη να προστατευτεί η αλήθεια από πιθανές βεβηλώσεις έγινε όλο και πιο επείγουσα από γενεά σε γενεά κι έτσι το πέπλο, λεπτό στην αρχή, έγινε όλο και πυκνότερο καθώς δυνάμωνε ο προσωπικός εγωισμός, ώσπου τελικά μετατράπηκε σε μυστήριο. Καθιερώθηκαν τα μυητικά μυστήρια σε όλες τις χώρες και φρόντισαν ταυτόχρονα να αποφευχθεί κάθε σύγκρουση και λάθος, επιτρέποντας στις διάνοιες των βέβηλων μαζών να ριζώνει η εξωτερική πίστη αβλαβούς χαρακτήρα, προσαρμοσμένη στην απλή τους νοημοσύνη σαν τα ρόδινα παιδικά παραμύθια. Γι’ αυτό στο 13ο κεφ. «Του κατά Ματθαίον» ευαγγελίου λέγεται:
«Και όταν οι μαθητές τον πλησίασαν, του είπαν: Διατί τους μιλείς με παραβολές;» Αυτός δε απεκρίθει: «Σ’ εσάς έχει δοθεί το να γνωρίζεται τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, σ’ εκείνους δεν έχει δοθεί. Διότι σ’ εκείνον που έχει κάτι θα του δοθεί κι άλλο και θα περισσεύσει, αλλά από όποιον δεν έχει θα αφαιρεθεί και εκείνο που έχει. Δια τούτο τους μιλώ με παραβολές, επειδή ενώ κοιτάζουν όμως δεν βλέπουν και ενώ ακούουν όμως δεν ακούν ούτε καταλαβαίνουν, ώστε να μην είναι δυνατόν να μετανοήσουν».
Η μύηση λοιπόν επιχειρεί μια μετάλλαξη, μια μάχη, μια διαδικασία εσωτερικού τύπου, που χρειάζεται να μετατραπεί το μολύβι της ύλης σε χρυσό του πνεύματος. Πρόκειται για την κατάκτηση του ανώτερου μέρους του ανθρώπου, του πνεύματος ή ανώτερου Εγώ, που συμβολίζεται με την κάθε Ευρυδίκη, Πηνελόπη, Ωραία κοιμωμένη του δάσους ή Βρουγχίλδη, που σαν την ψυχή περιμένει στο δάσος ώσπου να την ξυπνήσουμε και να την απελευθερώσουμε, ξεπερνώντας τις δοκιμασίες και διαπερνώντας τον κύκλο φωτιάς που την προστατεύει. Είναι το Γκράαλ που ο Πάρσιφαλ βρίσκει όταν ο δάσκαλός του Γκούρνεμανζ του αποκαλύπτει ότι από αυτή τη στιγμή «ο χρόνος εδώ είναι χώρος» , γιατί η ιερή ατραπός δεν είναι άλλη απ’ αυτήν της αιωνιότητας, που είναι χώρος γιατί όλα τα εμπεριέχει μέσα της και δεν είναι χρόνος γιατί δεν γνωρίζει την άλλη γη ούτε την αμφιβολία.
Αυτή είναι η αληθινή έννοια της λέξης «μύστης», δηλαδή αυτός που αρχίζει να γνωρίζει αλλά δεν μπορεί να μιλήσει, αυτός που γεννιέται σε μια νέα πνευματική ζωή και δεν μπορεί να πεθάνει γιατί μετατράπηκε σε αθάνατο.
Τώρα γίνεται πιο κατανοητό στον αναγνώστη γιατί το καλύτερο μέρος για την παλαιολιθική μύηση ή για άλλες προγενέστερες και ακόμα μεταγενέστερες ήταν το άντρο, σπήλαιο ή υπόγειος ναός. Η απόκρυφη τοποθεσία του το προστάτευε από τους φυσικούς καταστροφικούς παράγοντες της βροχής, του ήλιου, του ανέμου, των απότομων αλλαγών θερμοκρασίας, της άγριας βλάστησης κ.λ.π., καθώς έμενε απρόσιτο και άγνωστο σε κάθε βέβηλο. Επίσης το άντρο ή η σπηλιά ανταποκρινόταν με θαυμάσιο τρόπο στο θείο νόμο της αναλογίας που διέπει το σύμπαν: «Όπως είναι πάνω, είναι και κάτω, όπως είναι κάτω είναι και πάνω» του Ερμή του Τρισμέγιστου. Ο άνθρωπος είναι δηλαδή φτιαγμένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του θεού. Και αν έχουμε γεννηθεί στο φυσικό κόσμο από την ανθρώπινη μήτρα της μάνας μας, η πνευματική γέννηση στη μύηση απαιτείται να γίνει τελετουργικά μέσα στο σκοτεινό σπήλαιο της μάνας γης.
Θα είναι λοιπόν πιο ευκολονόητο το θέμα σχετικά με τον αινιγματικό Βίσονα της Αλταμίρα γιατί στην Ισπανία ποτέ δεν υπήρξαν Βίσονες, συνεπώς δεν αναπαριστάνει καμιά μαγεία κυνηγιού αλλά ένα παγκόσμιο αρχέγονο σύμβολο του ήλιου, όπως το συναντάμε αργότερα σε τόσους ιστορικούς πολιτισμούς.
Οι προϊστορικές σπηλιές με τις καλλιτεχνικές τοιχογραφίες δεν υπήρξαν λοιπόν ανθρώπινη κατοικία καθημερινής χρήσης, αλλά άντρα μύησης και ναοί λατρείας άγνωστων θεών, που τα ίχνη τους χάνονται ίσως στα βάθη του χρόνου ή κοιμούνται στη βυθισμένη ήπειρο της Ατλαντίδος στο βυθό του ωκεανού. Ίσως νέες ανακαλύψεις και έρευνες, όπως αυτές για τις βραχογραφίες της Καβάλας, θα έχουν στο μέλλον να μας πουν πολλά περισσότερα για εκείνο το μακρινό και ακόμα μυστηριώδες παρελθόν του ανθρώπινου γένους.