Σήμερα, τουλάχιστον στο Δυτικό πολιτισμό, όταν ακούμε για το Βούδα, μας έρχεται στο νου η εικόνα ενός ασκητή, που διαλογίζεται σε στάση γιόγκα, με εκείνο το μειδίαμα στα χείλη. Τι ήταν όμως τελικά ο Βούδας; Ήταν Μύθος; Ήταν ιστορικό πρόσωπο; Ήταν άνθρωπος; Ήταν Θεός;
Ο Σιντάρτα μεγάλωσε, λοιπόν, μέσα στα πλούτη, τις ανέσεις και τις ηδονές, χωρίς ποτέ να βγει από το βασίλειό του κι έτσι να γνωρίσει τα κακά και τις δυστυχίες του κόσμου. Παρόλες τις αυστηρές όμως προφυλάξεις του πατέρα του, το μοιραίο συνέβη σε μια έξοδο του Σιντάρτα από το βασίλειο που ήταν κλεισμένος, κι έτσι αντιμετώπισε σταδιακά τα 4 σημάδια: έναν γέρο, έναν άρρωστο, έναν νεκρό κι έναν άγιο - δηλαδή τα γηρατειά, την αρρώστια, το θάνατο και την προσπάθεια του φιλοσόφου να βρει μια λύση σ’ όλα αυτά. Η καρδιά του Σιντάρτα συγκλονίστηκε και συγκινήθηκε.
Ο πόνος του ήταν μεγάλος όταν πληροφορήθηκε πως κανείς άνθρωπος δε μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτές τις καταστάσεις.
"Πώς μπορώ να είμαι χαρούμενος, όταν γύρω μου υπάρχουν όντα που γερνούν, αρρωσταίνουν και πεθαίνουν;"
Έτσι μπρος στο πρόβλημα του ‘γιατί’ της ύπαρξης, του ‘γιατί’ του πόνου και χάρη στη συμπόνια του για τους ανθρώπους, απαρνήθηκε τα πλούτη και τις ηδονές του, εγκατέλειψε την οικογένειά του και το Βασίλειο και αφοσιώθηκε στην αναζήτηση της Αλήθειας.
Έγινε, λοιπόν, Σανυάσι δηλαδή μοναχός-ασκητής, και γυρνούσε από δάσκαλο σε δάσκαλο αλλά δεν έπαιρνε την απάντηση που ήθελε. Αναλώθηκε επί χρόνια σε αυστηρή πειθαρχία, σε διαλογισμούς, σε ασκήσεις αλλά μάταια. Όταν είδε ότι δεν κατάφερνε τίποτα του πέρασε από το μυαλό ο πειρασμός να τα αφήσει όλα αυτά και να ξαναγυρίσει στην παλιά ζωή του. Ο ίδιος όμως μετά το απόρριψε, λέγοντας ότι:
"Ο θάνατος είναι καλύτερος από μια ζωή φυτού μες την αμάθεια, είναι καλύτερα να πεθάνει κανείς στο πεδίο της μάχης παρά να ζει μια ζωή ηττημένου."
Συνέχισε τις ασκήσεις και τους διαλογισμούς του αλλά είχε εξασθενίσει τόσο πολύ, αφού έτρωγε μονάχα κάτι ρίζες και καρπούς, που κινδύνεψε να πεθάνει. Τον έσωσε η κόρη ενός βοσκού που περνούσε από κει και του πρόσφερε μια κούπα ρύζι να φάει. Ο Σιντάρτα το έφαγε, δυνάμωσε αμέσως και κατάλαβε πως οι ακραίες καταστάσεις δεν είναι ευεργετικές: ούτε η υπερβολική αυστηρότητα από τη μια αλλά ούτε κι οι υπερβολικές ηδονές από την άλλη οδηγούν στην Απελευθέρωση και στη Σοφία. Μονάχα η Ατραπός του Μέσου είναι σύμφωνη με την Ατραπό του Νόμου, του Δαρμάν.
Έτσι, δυναμωμένος πλέον, συνέχισε τους διαλογισμούς του. Αντιμετώπισε ένα πλήθος δοκιμασιών κι εμποδίων από το Μάρα, άρχοντα των επιθυμιών, του θανάτου κι εχθρού της αλήθειας (κάτι αντίστοιχο με το Διάβολο στον Χριστιανισμό). Ο Μάρα, συνοδευμένος από τις 3 κόρες του, τους πειρασμούς, κι ένα πλήθος κακοποιών δαιμόνων έκανε τα πάντα για να τρομάξει το Σιντάρτα αλλά αυτός σταθερός σαν βράχος δεν επηρεάστηκε καθόλου. Ξεπέρασε όλα τα εμπόδια και τους πειρασμούς που του έβαλε και τελικά κατάφερε να φωτιστεί κάτω από το δέντρο Βoddhi, το δέντρο της Σοφίας συμβολικά. Κι από Σιντάρτα έγινε Βούδας δηλ. ‘Φωτισμένος’.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Βούδας δεν ήταν ούτε Θεός ούτε κάποια ενσάρκωση του. Ήταν μόνο ένα ανθρώπινο ον, που εξαιτίας της συμπόνιας του για τα όντα που υποφέρουν πέρασε όλες αυτές τις δυσκολίες και τις κακουχίες. Κατάκτησε την απελευθέρωση, τη Νιρβάνα, όχι για χάρη του αλλά για χάρη της ανθρωπότητας. Και μάλιστα βουδιστικές πηγές αναφέρουν ότι αρνήθηκε να μπει στη Νιρβάνα μέχρι να μπει κι ο τελευταίος άνθρωπος. Υπάρχει μεγαλύτερη θυσία απ’ αυτή;
Φωτισμένος πλέον ο Βούδας πραγματοποίησε την πρώτη του διδασκαλία στο Μπεναρές, στους 5 ασκητές με τους οποίους πέρασε ένα μέρος της αναζήτησής του παλαιότερα. Τους μίλησε για τις 4 μεγάλες αλήθειες που είχε ανακαλύψει.
H πρώτη από τις 4 Μεγάλες Αλήθειες είναι αυτή που αναφέρεται στο Ντούκχα, δηλαδή στον πόνο και στη συνειδητοποίηση του πόνου.
"Και να, Ω Μπίκου, η Ευγενής Αλήθεια για τον πόνο:
Η γέννηση είναι πόνος, τα γηρατειά είναι οδυνηρά
Η αρρώστεια είναι οδυνηρή, ο θάνατος είναι οδυνηρός,
Το άγχος, η στενοχώρια είναι οδυνηρά.
Η ένωση με το δυσάρεστο είναι οδυνηρή,
H δεύτερη αναφέρεται στην αιτία του πόνου:
"Αυτό που μας οδηγεί στο να ξαναγεννιόμαστε είναι η δίψα, που συνοδεύεται από την προσκόλληση στην ευχαρίστηση, βρίσκοντας την ευχαρίστηση εδώ κι εκεί, είναι η δίψα της επιθυμίας, η δίψα της ύπαρξης, η δίψα της ανυπαρξίας."
Ίσως φαίνονται πεσιμιστικά αυτά που είπε ο Βούδας αλλά για να καταλάβουμε λίγο καλύτερα τις 2 πρώτες Αλήθειες, ας θυμηθούμε το Μύθο του Αδάμ και της Εύας. Ο Αδάμ κι η Εύα ζούσαν ευτυχισμένοι στον παράδεισο κοντά στο Θεό αλλά τελικά φάγανε το απαγορευμένο μήλο από το δέντρο της γνώσης κι έτσι ξέπεσαν απ’ το βασίλειο του πνεύματος στο βασίλειο της ύλης, έχασαν την αγνότητά τους, έχασαν εν μέρει την επαφή τους με το Θεό, άρχισαν να γνωρίζουν το καλό και το κακό και να επιλέγουν ανάμεσα σ’ αυτά, άρχισαν να πονάνε.
Παρόμοιους μύθους για τον άνθρωπο συναντάμε σ’ όλες σχεδόν τις μεγάλες Θρησκείες, όπως και στο Βουδισμό, όπου εν ολίγοις αφήνεται να εννοηθεί το εξής: Ότι ενώ οι άνθρωποι στην αρχή ζούσαν σύμφωνα με τη θεϊκή τους φύση, ήσαν αυτόφωτα, πνευματικά όντα, άρχισαν να επηρεάζονται και να έλκονται από την ύλη, μέχρι που τελικά ξέπεσαν και βουτήχτηκαν στην ύλη, μπήκαν σε σώματα ζώων κι άρχισαν να υπόκεινται στη γέννηση και στο θάνατο, στο νόμο της αιτιότητας (κάρμα). Έτσι το όλο πεπρωμένο του ανθρώπου, όλος ο στόχος του, όλος ο αγώνας του, είτε το ξέρει είτε όχι, είτε είναι συνειδητός αυτού είτε όχι, είναι να απελευθερωθεί από τα δεσμά και τη φυλακή της ύλης, μέσω της δικής του διάνοιας και δύναμης, μέσω των δικών του προσπαθειών. Ο αγώνας του ανθρώπου αποσκοπεί στη νίκη του Πνεύματος έναντι της ύλης, τη νίκη του Θεϊκού κι Αθάνατου μέρους του πάνω στο ζωικό και ενστικτώδες μέρος του, στην επιστροφή του στο πνευματικό βασίλειο, στην πρωταρχική πηγή του από όπου και προήλθε.
Πονάμε επειδή προσκολλόμαστε στην ύλη που είναι φυλακή για την πνευματική φύση μας. Πονάμε επειδή μάταια αναζητάμε την ευτυχία μας στην ύλη, αφού Ευτυχία είναι η ίδια πνευματική μας φύση. Μόνοι μας σκλαβωνόμαστε, αλυσοδενόμαστε και μόνοι μας απελευθερωνόμαστε. Μόνοι μας βάζουμε τα χέρια μας στα μάτια μας και μετά κλαίμε επειδή υπάρχει σκοτάδι. Έτσι τα λόγια του Βούδα δεν είναι απαισιόδοξα, πεσιμιστικά. Ο Βούδας γνωρίζοντας την αληθινή φύση του ή αν θέλετε, πιο σωστά, απελευθερωμένος από την άγνοια κι από τη λανθασμένη αντίληψη ενός ψεύτικου εαυτού, είναι σαν ένας γιατρός που βλέποντας την ασθένεια των ανθρώπων να ταυτίζονται με οτιδήποτε, έρχεται για να μας βοηθήσει να τη ξεπεράσουμε και να γιατρευτούμε. Η διδασκαλία του Βούδα είναι ρεαλιστική κι αντικειμενική. Δε μας τάζει παραδείσους ούτε μας φοβερίζει με κολάσεις κι αμαρτίες. Δεν είναι δόγμα, δεν είναι πίστη. Μας προσκαλεί στο να «ρθούμε και να δούμε» κι όχι στο «να έρθουμε και να πιστέψουμε». Μας δείχνει το Δρόμο αλλά εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει να το βαδίσουμε.
Στις παραδοσιακές διδασκαλίες της Ανατολής και σε πολλές της Δύσης, ο άνθρωπος αποτελείται από 2 μέρη: ένα φθαρτό, μεταβλητό που υπόκειται στη γέννηση και το θάνατο μέρος, στους νόμους που διέπουν την ύλη, δηλ. την προσωπικότητά του, και σ’ ένα άφθαρτο, αιώνιο κι αθάνατο μέρος, δηλ. την αθάνατη ψυχή του ή πνεύμα αν το θέλετε.