Τα ορφικά ελάσματα
Τα τελευταία χρόνια, οι γνώσεις μας για την αρχαία αυτή μυστηριακή λατρεία εμπλουτίζονται με την ανακάλυψη των λεγόμενων «ορφικών ελασμάτων» που βρέθηκαν σε τάφους της Κάτω Ιταλίας, της Μακεδονίας, της Πελοποννήσου, της Θεσσαλίας και της Κρήτης και χρονολογούνται από τον 5ο π.Χ. αι. ως τον 1ο μ.Χ. αι.
Πρόκειται για λεπτά φύλλα χρυσού, μεγέθους 40-50 χιλιοστών, τοποθετημένα στο στήθος ή στα χέρια του νεκρού. Πάνω τους βρίσκονται χαραγμένα κείμενα σχετικά με την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει η Ψυχή μέσα στον Άδη και τα λόγια που πρέπει να προφέρει μπρος τους Κριτές του Κάτω Κόσμου. Περιέχουν δηλαδή κωδικοποιημένη όλη τη γνώση που πρέπει να φέρει μαζί του ο μύστης, για να φτάσει στον τελικό του προορισμό.
Για μια πληρέστερη κατανόηση χρειάζεται να εξετάσουμε δύο χαρακτηριστικά κείμενα από τα ίδια τα ελάσματα, μεταφρασμένα από τα αρχαία ελληνικά:
1) Έλασμα HIPPONION I A 1.
«Αυτό είναι αφιερωμένο στη Μνημοσύνη- για τους μύστες που μέλλεται να πεθάνουν.
Θα πας στην καλοχτισμένη οικία του Άδη. Στα δεξιά υπάρχει μια πηγή, που δίπλα της στέκει ένα λευκό κυπαρίσσι. Εκεί δροσίζονται οι ψυχές σαν κατεβαίνουν.
Μην πλησιάσεις αυτήν την πηγή. Πιο μακριά θα βρεις το ψυχρό νερό που πηγάζει από την λίμνη της Μνημοσύνης. Πάνω της βρίσκονται οι Φύλακες. Θα σε ρωτήσουν με λόγια ανιχνευτικά: «Γιατί ερευνείς το σκοτάδι του ζοφερού Άδη;» Πες τους:
«Είμαι Γιος της Γης και του έναστρου Ουρανού. Αλλά το γένος μου είναι αθάνατο.
Καίγομαι από δίψα και χάνομαι. Δώστε μου γρήγορα νερό από την λίμνη της Μνημοσύνης». Κι αυτοί θα σε ανακρίνουν κατά τη θέληση του Βασιλιά του Κάτω Κόσμου και θα σου δώσουν να πιεις από τη λίμνη της Μνημοσύνης.
Κι όταν πιεις, θα διασχίσεις την Ιερά Οδό, όπου και οι άλλοι μύστες και οι βάκχοι βαδίζουν ένδοξα».
2) Έλασμα THURII II B 1.
«Έρχομαι από τους καθαρούς, καθαρή βασίλισσα του Κάτω Κόσμου, Ευκλή και Ευβουλέα και άλλοι αθάνατοι θεοί. Γιατί και εγώ εύχομαι να ανήκω στο δικό σας ευδαίμον γένος.
Αλλά εμένα με δάμασε η Μοίρα και Εκείνος που εξακοντίζει τους αστραφτερούς κεραυνούς.
Πέταξα μακριά από τον κύκλο του βαρύ και φριχτού πόνου Έφτασα, με πόδια ευκίνητα, στο ποθητό στεφάνι Βυθίστηκα στους κόλπους της Δέσποινας, της βασίλισσας του Κάτω Κόσμου.
Κατέβηκα, με πόδια ευκίνητα, στο ποθητό στεφάνι.»
- «Ευδαίμονα και μακάριε, τώρα θα είσαι θεός αντί θνητός. Αμνέ, έπεσες στο Γάλα».
Θα κάνουμε εδώ μια σύντομη ερμηνεία των δύο κειμένων, αφήνοντας, όπως πρέπει, την πλήρη διερεύνηση, μέσα από την έρευνα και την έμπνευση, στους αναγνώστες.
Στο πρώτο έλασμα, της περιοχής του Ιποννίου, περιγράφεται η άφιξη του μύστη στον Άδη. Προειδοποιείται να απομακρυνθεί από την πιο προσιτή πηγή, αυτή της Λήθης, που θα τον κάνει να ξεχάσει τη μυστηριακή αλήθεια για την ψυχή και να γυρίσει πίσω στον οδυνηρό κύκλο των μετενσαρκώσεων, μέχρι να την ξαναποκτήσει. Οι μυημένοι όμως, πρέπει να θυμηθούν την ιστορία του Ορφέα και να επιλέξουν να ξεδιψάσουν από την πηγή της Μνημοσύνης, που θα τους οδηγήσει στην Α-ληθι-νή Ζωή: αλήθεια είναι το να μην ξεχνάς.
Στο δεύτερο έλασμα, ο νεκρός βρίσκεται μπροστά στο δικαστήριο των θεών, στην Περσεφόνη, τον Πλούτωνα (Ευκλής, ο φημισμένος) και το Διόνυσο (Ευβουλεύς, ο καλός σύμβουλος) και πρέπει να απολογηθεί για τη ζωή του.
Ως άνθρωπος, απολογείται για το προαιώνιο σφάλμα για το οποίο η Μοίρα και ο Ζευς τον τιμώρησαν στον κύκλο των ενσαρκώσεων. Δηλώνει όμως πως είναι «καθαρός», εξαγνισμένος μέσω των μυστηρίων και έτοιμος να επιστρέψει στην αγκαλιά της Μητέρας του, ανάμεσα στους θεούς.
Στους δύο τελευταίους στίχους ακούγεται η ποθητή επιβεβαίωση από την πλευρά των αρχόντων του Κάτω Κόσμου ότι η μακαριότητα, η αποθέωση έχει επιτευχθεί.
Η τελευταία φράση είναι μια τελετουργική φόρμουλα, που υπαινίσσεται την επιστροφή της Ζωντανής Ψυχής στην Πηγή της Ζωής. Ο μύστης αποκαλείται μ’ ένα προσωνύμιο του Διόνυσου (σε άλλα ελάσματα από τη Θεσσαλία υπάρχουν οι παραλλαγές «ταύρε» και «κριέ»), κάτι που υπονοεί την απόλυτη ταύτιση με Αυτόν, δηλαδή τη Θέωση.
Η ορφική διδασκαλία όμως, με οδηγό το «Θεό που σπάει τα Όρια», δίνει τη δύναμη στον άνθρωπο να κατακτήσει τη θεϊκή φύση, καθώς βρίσκεται από την αρχή μες την Ψυχή του. Για τον ορφικό, οδύνη είναι το να φυλακιστεί ακόμα μια φορά μέσα στον «κύκλο» της ύλης κι ο θάνατος γίνεται Μονοπάτι που οδηγεί, όποιον γνωρίζει πώς να το βαδίσει, στη Φωτεινή κατοικία των Ηρώων και των Θεών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Alderink L. J., «Creation and Salvation in ancient orphism», Scholars Press, California 1981
• Guthrie W.K.C., «Orpheus and Greek Religion», W.W. Norton, New York 1966
• Carratelli G. P., «Les lamelles d’or orphiques », Les Belles Lettres, Paris 2003
• Burkert Walter, «Αρχαία Ελληνική Θρησκεία», εκδ. Καρδαμίτσα
• «Ιστορικά Ελευθεροτυπίας» τεύχος 266, αφιέρωμα: «Ορφέας και ορφισμός»
• «Ιστορικά Ελευθεροτυπίας» τεύχος 267 αφιέρωμα: «Ορφισμός και μετεμψύχωση»
• Σιρέ Ε. «Μεγάλοι Μύστες», εκδ. Κάκτος 1981
• Leisegang H., «Η ορφική λατρεία στη Μεσόγειο» εκδ. Ιάμβλιχος, 1993
• Otto W., «Διόνυσος: μύθος και λατρεία», εκδ. Εικοστού πρώτου αιώνα, 1991