ΑΡΘΡΑ
Μια πλούσια αρθογραφία, σχετικά με τη φιλοσοφία, την ψυχολογία, τον εσωτερισμο, την επιστήμη και άλλα ένδιαφέροντα θέματα.
Αρχαιοι Ελληνες Σαμανοι

Η Ψυχή είναι πιο ενεργητική όταν το σώμα κοιμάται, ή καθώς πρόσθεσε ο Αριστοτέλης όταν βρίσκεται στο σημείο του θανάτου. Μια τέτοια όμως πίστη αποτελεί ένα ουσιαστικό στοιχείο του σαμανιστικού πολιτισμού που υπάρχει ακόμα και σήμερα στη Σιβηρία, κι έχει αφήσει τα ίχνη της παλιάς του ύπαρξης πάνω σε μια μεγάλη περιοχή, που εκτείνεται σ’ ένα πελώριο τόξο, από τη Σκανδιναβία κατά μήκος του Ευρασιανού χώρου, μέχρι την Ινδονησία. Η μεγάλη έκταση στην οποία διαδόθηκε δείχνει πόσο παλιό ήταν το πρότυπο αυτό.

Μπορούμε να περιγράψουμε ένα σαμάνο, ως ένα άτομο ψυχικά ασταθές που δέχτηκε το κάλεσμα για θρησκευτική ζωή. Αποτέλεσμα αυτού του καλέσματος είναι πως ο σαμάνος περνά μια περίοδο αυστηρής εξάσκησης, που συνεπάγεται απομόνωση ή νηστεία, όπως επίσης μια ψυχολογική αλλαγή του φύλου. Από το θρησκευτικό αυτό «αναχωρητήριο», ο σαμάνος αναδύεται με μια δύναμη πραγματική ή υποθετική, ώστε να περνά με τη θέλησή του σε μια κατάσταση ψυχικού διχασμού της προσωπικότητας. Στην κατάσταση αυτή δε θεωρείται πως κατέχεται από ένα ξένο πνεύμα, όπως η Πυθία ή ένα σύγχρονο μέντιουμ. Πιστεύουν όμως πως η ψυχή του εγκαταλείπει το σώμα και ταξιδεύει σε μακρινά μέρη, πολύ συχνότερα στον κόσμο των πνευμάτων. Στην πραγματικότητα ένας σαμάνος μπορεί να παρουσιαστεί ταυτόχρονα σε διαφορετικά μέρη. Έχει τη δύναμη της δυπαρουσίας. Από τις εμπειρίες αυτές, που τις διηγείται σε ποιήματα εκ του προχείρου, ο σαμάνoς αποκτά την επιδεξιότητά του στη μαντεία, στη θρησκευτική ποίηση και στη μαγική ιατρική και γίνεται κοινωνικά σημαντικός παράγοντας. Γίνεται το ταμείο μιας σοφίας υπερφυσικής.

Στη Σκυθία όμως, και πιθανόν στη Θράκη, οι Έλληνες είχαν έλθει σε επαφή με λαούς, που, όπως έδειξε ο Ελβετός μελετητής Meuli, είχαν επηρεαστεί από αυτόν το σαμανιστικό πολιτισμό.

Ο Meuli υπαινίχθηκε εκεί, πώς θα πρέπει να δούμε τους καρπούς της επαφής αυτής στην μετέπειτα εμφάνιση, στην αρχαϊκή εποχή, μιας σειράς ιατρομάντεων, δηλαδή μάντεων μαγικών θεραπευτών και θρησκευτικών διδασκαλιών, πού πολλοί απ’ αυτούς είναι συνδεδεμένοι στην ελληνική παράδοση με τον Βορρά και όλοι τους εμφανίζουν σαμανιστικά χαρακτηριστικά. Πέρα από το Βορρά, έλεγαν, ήρθε ο Άβαρης καβαλάρης, πάνω σε ένα βέλος, καθώς, όπως φαίνεται, γίνεται ακόμη με τις ψυχές στη Σιβηρία. Ήταν τόσο προχωρημένος στην τέχνη της νηστείας ώστε είχε μάθει να ζει δίχως καθόλου ανθρώπινη τροφή. Εξαφάνισε τους λοιμούς, προέβλεψε σεισμούς, συνέθεσε θρησκευτικά ποιήματα και δίδαξε την λατρεία του βόρειου θεού του, που οι έλληνες τον αποκαλούσαν υπερβόρειο Απόλλωνα. Με εντολή του ίδιου αυτού Απόλλωνα, ο Αριστέας, ένας Έλληνας από τη θάλασσα του Μαρμαρά, πήγε μέσα στο Βορρά και επέστρεψε για να διηγηθεί τις περίεργες εμπειρίες του μ’ ένα ποίημα που πολύ πιθανόν είχε πρότυπό τους ψυχικούς περιπάτους των βόρειων σαμάνων. Αν το ταξίδι του Αριστέα έγινε σωματικά ή πνευματικά, δεν είναι εντελώς ξεκαθαρισμένο. Επιπλέον η παράδοση του έχει αποδώσει σαμανιστικές δυνάμεις καταληψίας και δυπαρουσίας. Η ψυχή του με τη μορφή πουλιού, μπορούσε, όποτε ήθελε, να εγκαταλείπει το σώμα του. Πέθανε ή έπεσε σε νάρκη στην πατρίδα του, κι όμως φάνηκε στην Κύζικο. Ύστερα από πολλά χρόνια εμφανίστηκε ξανά στη μακρινή Δύση.

Το ίδιο χάρισμα είχε και ένας άλλος Ασιάτης Έλληνας, ο Ερμότιμος ο Κλαζομένιος, που η ψυχή του ταξίδευε από το ένα μέρος στο άλλο και παρατηρούσε γεγονότα σε μακρινούς τόπους, ενόσω το σώμα του βρισκόταν άψυχο στο σπίτι του.

nea acropoli arxaio ellhnes samanoiΤο πρότυπο αυτό επαναλαμβάνεται σε μερικές ιστορίες, σχετικά με τον Επιμενίδη, τον κρητικό μάντη, που καθάρισε την Αθήνα από το επικίνδυνο μίασμα, που προκάλεσε η παραβίαση του ιερού του ασύλου. Ο Επιμενίδης καταγόταν από την Κνωσσό, και ίσως αυτό να συντέλεσε στο μεγάλο του κύρος. Ένας άνδρας που μεγάλωσε κάτω από τη σκιά του μινωικού παλατιού, θα είχε τη δυνατότητα να διεκδικήσει μια αρχαιότερη σοφία, ειδικά αφού είχε κοιμηθεί 57 χρόνια στο σπήλαιο του κρητικού μυστηριακού θεού. Ωστόσο η παράδοση τον έχει παρομοιάσει με τον τύπο του βαρετού σαμάνα. Ο ίδιος είχε επίσης εμπειρία, των ψυχικών περιπάτων όπως έλεγε ο Άβαρης, ήταν μεγάλος νηστευτής, που ζούσε αποκλειστικά με μια παρασκευή λαχανικών (τη μυστική συνταγή την είχε πάρει από τις νύμφες). Το άλλο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της παράδοσης του, είναι πως μετά το θάνατο του, οι άνθρωποι είδαν το κορμί του να σκεπάζεται με δερματοστιξία. Αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό επειδή οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη βελόνη της δερματοστιξίας μονάχα για να μαρκάρουν τους δούλους. Αυτό το γεγονός θα θύμιζε σε ένα Έλληνα αρχαϊκής εποχής τη Θράκη, όπου οι σπουδαιότεροι άνθρωποι είχαν δερματοστιξία, και συγκεκριμένα οι σαμάνες. Η θέση όμως του ύπνου στην αρχή της ιστορίας του Επιμενίδη, υποδηλώνει ότι οι έλληνες είχαν υπόψη τους το μακροχρόνιο «αναχωρητήριο» που αποτελεί μαθητεία του σαμάνα, ο οποίος περνά κατά μεγάλο μέρος σε κατάσταση ύπνου και καταληψίας. Το θρησκευτικό βίωμα του σαμανιστικού τύπου είναι ατομικό και όχι συλλογικό. Όμως απευθύνθηκε στον αυξανόμενο ατομικισμό μιας εποχής, για την οποία οι συλλογικές εκστάσεις του Διόνυσου δεν επαρκούσαν εντελώς. Υπάρχει όμως ένας άλλος μεγαλύτερος σαμάνας που αναμφισβήτητα κατέληγε σε θεωρητικά συμπεράσματα και αναμφισβήτητα πίστευε στην αναγέννηση. Ο Πυθαγόρας. Ο Πυθαγόρας είναι ένας άνθρωπος στον οποίο ο Εμπεδοκλής απέδιδε μια σοφία που μαζεύτηκε σε δέκα ή είκοσι ανθρώπινες ζωές. Αυτός όπως κι ο Επιμενίδης προηγουμένως είχε ακούσει για τη βόρεια δοξασία, πως η «ψυχή» ή το «πνεύμα φρουρός» ενός πρώην σαμάνα, μπορεί να εισέλθει σε ένα ζωντανό σαμάνα για να του ενισχύσει τη δύναμη και τη γνώση.

Με τον ίδιο τρόπο παρουσιάζεται κι ο Πυθαγόρας να ισχυρίζεται πως ταυτίζεται με τον πρώην σαμάνα Ερμότιμο. Φαίνεται όμως ότι ο Πυθαγόρας επεξέτεινε τη θεωρία αρκετά πέρα από τα αρχικά στενά της όρια. Γνωρίζουμε πάντως ότι ο Πυθαγόρας εγκαθίδρυσε ένα είδος θρησκευτικής τάξης, μια κοινότητα ανδρών ή γυναικών, που ο κανόνας της ζωής τους, καθοριζόταν από την προσδοκία της μέλλουσας ζωής. Το γεγονός ότι υπήρχε κάποια αναλογία ανάμεσα στο Ζάλμοξη ή στον Πυθαγόρα, θα πρέπει να είχε εντυπωσιάσει τους Έλληνες αποίκους της Θράκης, από όπου άκουσε ο Ηρόδοτος την ιστορία, επειδή θεωρούσαν τον Ζάλμοξη υπηρέτη του Πυθαγόρα. Αυτό ήταν παράλογο, όπως το είδε ο Ηρόδοτος: ο πραγματικός Ζάλμοξης ήταν ένας δαίμονας, ίσως ένας ηρωποιημένος σαμάνας του μακρινού παρελθόντος. Η αναλογία όμως δεν ήταν τόσο περίεργη: ο ίδιος ο Πυθαγόρας είχε υποσχεθεί στους οπαδούς του πως θα ζήσουν πάλι, ή θα γίνουν τουλάχιστον δαίμονες ή ακόμα και θεοί. Μετέπειτα παράδοση συσχέτισε τον Πυθαγόρα με κάποιον άλλο βόρειο, τον Άβαρη. Του απέδωσε τις συνηθισμένες σαμανιστικές δυνάμεις της προφητείας, δυπαρουσίας και μαγικής θεραπείας. Μας λέει επίσης πως μυήθηκε στην Πιερία, επισκέφτηκε τον κόσμο των πνευμάτων, και πως ταυτίστηκε με τρόπο μυστηριώδη με τον «υπερβόρειο Απόλλωνα».

Έναν αιώνα περίπου μετά το θάνατο του, κυκλοφορούσαν ιστορίες που έλεγαν με ποιο τρόπο είχε σταματήσει τους ανέμους με τα μαγικά του, πως επανέφερε στη ζωή μια γυναίκα που δεν ανέπνεε και πως ο ίδιος εξαφανίστηκε σωματικά από τούτο τον κόσμο των θνητών ή έγινε θεός. Θεωρώντας έτσι τα πράγματα βλέπουμε πως τα αποσπάσματα του Εμπεδοκλή αποτελούν την μοναδική άμεση πηγή από την οποία μπορούμε να διαμορφώσουμε κάποια αντίληψη για το πως ήταν πράγματι ένας Έλληνας σαμάνας. Αυτό αποτελεί το τελευταίο δείγμα ενός είδους, που με το θάνατο του εξαλείφθηκε από τον ελληνικό κόσμο, μολονότι ανθεί σε άλλα μέρη.

Αλλά υπάρχει και ο Ορφέας. Πατρίδα του Ορφέα είναι η Θράκη, και εκεί στη Θράκη λατρεύει ή συνόδευε ένα θεό, που οι Έλληνες ταύτιζαν με τον Απόλλωνα. Συνδυάζει τα επαγγέλματα του ποιητή, του μάγου, του θρησκευτικού δασκάλου ή χρησμοδότη. Όπως μερικοί μυθικοί σαμάνες της Σηβηρίας, μπορεί με τη μουσική του να μαζεύει τα πουλιά ή τα άγρια ζώα, για να τον ακούσουν. Όπως κάνουν παντού οι σαμάνες, επισκέπτεται τον κάτω κόσμο, και το κίνητρο του είναι πολύ κοινό για τους σαμάνες - να ξανακερδίσει μια κλεμμένη ψυχή. Τελικά το μαγικό του εγώ επιζεί, ως ένα ωδικό κεφάλι, που συνεχίζει να δίνει χρησμούς πολλά χρόνια μετά το θάνατό του. Τούτο επίσης θυμίζει Βορρά, τέτοια μαντικά κεφάλια εμφανίζονται στη Νορβηγική μυθολογία και στην Ιρλανδέζικη παράδοση. Ο Ορφέας είναι μια Θρακική μορφή, που μοιάζει πολύ με το Ζάλμοξη - ένας μυθικός σαμάνας ή πρότυπο των σαμάνων. Βλέπουμε λοιπόν με ποιόν τρόπο, η επαφή με σαμανιστικές δοξασίες και πρακτικές, μπορούσε να υποβάλει σ ́ ένα λαό τόσο στοχαστικό, όπως οι Έλληνες, τα βασικά στοιχεία μιας τέτοιας ψυχολογίας, πόσο η αντίληψη της ψυχικής εκδρομής κατά τον ύπνο ή την καταληψία να οξύνει την αντίθεση ψυχής - σώματος, πώς το σαμανιστικό "αναχωρητήριο" μπορούσε να  παράσχει το πρότυπο μιας εσκεμμένης ασκήσεως, μιας συνειδητής εξάσκησης των ψυχικών δυνάμεων με την αποχή και την πνευματική δοκιμασία, πώς οι ιστορίες της εξαφάνισης και της επανεμφάνισης των σαμάνων, μπορούσαν  να ενισχύουν την πίστη σ ́ ένα ακατάλυτο μαγικό ή δαιμονικό εγώ, και πώς η μετακίνηση της μαγικής δύναμης ή πνεύματος απ ́ τους νεκρούς σαμάνες προς τους ζωντανούς, μπορούσε να γενικευθεί σε μια θεωρία μετενσάρκωσης. Η έννοια της κάθαρσης δεν ήταν καινοτομία όπως είδαμε προηγουμένως, ήταν μια βασική απασχόληση των θρησκευτικών πνευμάτων κατά την αρχαϊκή  εποχή. Όμως μέσα στο νέο πρότυπο της πίστης, η κάθαρση απέκτησε ένα νέο περιεχόμενο και νέα πιεστικότητα. Ο άνθρωπος πρέπει, όχι μόνο να  καθαριστεί από ειδικές μολύνσεις, αλλά, όσο θα ήταν δυνατόν, απ ́ όλο το μίασμα που έδινε η σάρκα- τούτο αποτελούσε όρο της μετάνοιας του. "Έρχομαι εκ καθαρών χθονίων βασίλεια" λέει μια ψυχή στην Περσεφόνη στο ποίημα των χρυσών πινακίδων των Θουρίων. Το πρώτο μέσο για τη σωτηρία έχει γίνει μάλλον η αγνότητα παρά η δικαιοσύνη. Και αφού αυτό που πρέπει να καθαριστεί είναι ένα μαγικό και όχι ένα λογικό εγώ, οι τεχνικές της κάθαρσης δεν είναι λογικές αλλά μαγικές. Οι τεχνικές αυτές ίσως να συνίστανται ολοκληρωτικά από τελετουργίες, όπως φαίνεται στα Ορφικά βιβλία, που ο Πλάτωνας επικρίνει για τις ανήθικες επιπτώσεις τους. Ίσως πάλι να χρησιμοποιούν τη μαγευτική δύναμη της μουσικής, όπως συνέβαινε στην κάθαρση που απέδιδαν στους Πυθαγόρειους, η οποία φαίνεται ότι προήλθε από πρωτόγονες επωδές. Ίσως τέλος, να χρησιμοποιούσαν μιαν «άσκησιν», την πρακτική ενός ιδιαίτερου τρόπου ζωής.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

"ΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ"