Με σκοπό να κάνουν την έννοια του κάρμα πιο κατανοητή στη δυτική νοοτροπία, που είναι περισσότερο εξοικειωμένη με την Ελληνική Φιλοσοφία παρά με την Ινδική, μερικοί εσωτεριστές προσπάθησαν να την ερμηνεύσουν σαν Νέμεση. Αν την Νέμεση την είχαν εννοήσει οι μη ειδήμονες στην αρχαιότητα, όπως την εννοούσαν οι Μυημένοι, τότε αυτή η ερμηνεία του όρου θα ήταν αναμφισβήτητη. Αλλά δυστυχώς, έτσι όπως γνωρίζουμε την Νέμεση, είναι ανθρωποποιημένη υπερβολικά από την ελληνική φαντασία ώστε να μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε σαν αντικαταστάτη του κάρμα χωρίς κάποια λεπτομερειακή επεξήγηση. Μέσα στους Αρχαίους Έλληνες από τον Όμηρο ως τον Ηρόδοτο, δεν ήταν μια θεά, αλλά περισσότερο ένα ηθικό συναίσθημα, έλεγε ο DECHARNE, ένα, δηλαδή, φράγμα για το κακό και την ανηθικότητα. Όποιος το παραβιάζει κάνει ιεροσυλία μπρος τα μάτια των θεών και καταδιώκεται από την Νέμεση. Αλλά με την πάροδο του χρόνου εκείνο το “συναίσθημα” θεοποιήθηκε και η προσωποποίηση του μεταλλάχθηκε σε μια θεά πάντα μοιραία και τιμωριτική. Επομένως αν συσχετίσουμε τη Νέμεση με το κάρμα, οφείλουμε να το κάνουμε έχοντας υπόψη τον τριπλό χαρακτήρα της Νέμεσης, Αδράστειας και Θέμιδος. Γιατί ενώ η τελευταία είναι η θεά της παγκόσμιας τάξης και αρμονίας, που όπως και η Νέμεσης, είναι υπεύθυνη να καταστέλλει κάθε υπερβολή και να κρατάει τον άνθρωπο μέσα στα όρια της φύσης και της ορθότητας με αυστηρές ποινές, η Αδράστεια, δηλαδή το αναπόφευκτο, αντιπροσωπεύει τη Νέμεση σαν το αμετάλλακτο αποτέλεσμα των αιτιών που δημιούργησε ο ίδιος ο άνθρωπος.
Η Νέμεση, σαν θυγατέρα της δίκης, είναι η δίκαιη θεά που κρατάει το θυμό της μόνο για εκείνους που τυφλώθηκαν από την υπερηφάνεια, την ασέβεια και τον εγωισμό. Με μια λέξη, ενώ η Νέμεση είναι μια εξωτερική, μυθολογική θεά ή μια δύναμη προσωποποιημένη και ανθρωπομορφοποιημένη στις διάφορές τις όψεις, το κάρμα είναι μια υψηλά φιλοσοφική αλήθεια, μια από τις πιο ευγενείς και θείες εκφράσεις της πρωταρχικής διαίσθησης του ανθρώπου σε σχέση με το θεϊκό. Είναι μια διδασκαλία που εξηγεί την προέλευση του κακού και εξευγενίζει τις έννοιες μας σχετικά με το τι πρέπει να είναι η θεία και αμετάλλακτη δικαιοσύνη, αντί να εκφυλίζει την άγνωστη και υπέρτατη θεότητα μετατρέποντας την σ’ αυτόν τον σκληρό και ιδιότροπο τύραννο που ονομάζουμε «́πρόνοια».
Ο νόμος της ανταπόδοσης, είτε είναι συνειδητός είτε ασυνείδητος δεν περιορίζει τίποτα ούτε κανέναν. Υπάρχει με την ίδια την αιωνιότητα. Και σαν τέτοιος, μία και καμιά πράξη δεν μπορεί να είναι συνόμοια με την αιωνιότητα, δεν μπορεί να πει κανείς ότι δρα, γιατί είναι η δράση η ίδια. Δεν είναι το κύμα που πνίγει τον άνθρωπο αλλά η προσωπική εκούσια δράση του ναυαγού που πάει θεληματικά να μπει κάτω από την «απρόσωπη» δράση των νόμων που κυβερνούν την κίνηση του Ωκεανού. Το κάρμα δεν δημιουργεί ούτε προβάλει τίποτα. Ο άνθρωπος είναι που φαντάζεται και δημιουργεί τις αιτίες και ο καρμικός νόμος ρυθμίζει τα αποτελέσματά τους, που το ρύθμισμα αυτό δεν είναι μια δράση αλλά η συμπαντική αρμονία που τείνει πάντα να ξαναπαίρνει την πρωταρχική της θέση. Είναι το ίδιο που συμβαίνει μ’ ένα χλωρό κλαδί που αν λυγίσει δια της βίας επανέρχεται μετά με την αντίστοιχη δύναμη επίδρασης. Αν τυχόν συμβεί να στραμπουλιχτεί το μπράτσο που προσπάθησε να το λυγίσει έξω από τη φυσική του θέση, μήπως θα πούμε ότι ήταν το κλαδί που μας έσπασε το μπράτσο, ή αντίθετα, υπήρξε μάλλον η ανοησία μας, που προκάλεσε τέτοιο δυστύχημα. Το κάρμα ποτέ δεν προσπάθησε να καταστρέψει την ατομική και νοητική ελευθερία, όπως ο θεός που εφεύραν οι μονοθεϊστές. Δεν πλέκει τα θελήματα του στο σκοτάδι, επίτηδες για να συγχέει τον άνθρωπο. Ούτε τιμωρεί όποιον τολμήσει να ερευνάει τα μυστήρια του. Αντίθετα μάλιστα, αυτός που μέσο της μελέτης και του διαλογισμού αποκαλύπτει τα πολύπλοκα μονοπάτια του, όπου στις επικίνδυνες στροφές του πεθαίνουν τόσοι άνθρωποι εξαιτίας της αμάθειάς τους για το λαβύρινθο της ζωής, αυτός εργάζεται για το καλό των συνανθρώπων του.
Το κάρμα είναι ένας απόλυτος και αιώνιος νόμος μέσα στον κόσμο της εκδήλωσης. Και αφού μονάχα ένα απόλυτο μπορεί να υπάρχει, μονάχα μια πάντα παρούσα αιτία, οι πιστοί του κάρμα δεν μπορούν με τίποτα να θεωρηθούν άθεοι ή υλιστές και, ακόμη λιγότερο, μοιρολάτρες. Γιατί το κάρμα αποτελεί ένα και το ίδιο πράγμα με το άγνωστο, του οποίου είναι μια όψη στα αποτελέσματα του στο φαινομενικό κόσμο. Έτσι λοιπόν, στενά και αξεχώριστα δεμένος με το κάρμα είναι ο νόμος της αναγέννησης ή της μετενσάρκωσης της ίδια πνευματικής ατομικότητας σε μια μακριά και σχεδόν ατελείωτη σειρά προσωπικοτήτων. Αυτές οι τελευταίες είναι σαν τα διάφορα πρόσωπα που ο ίδιος ηθοποιός παριστάνει, με καθένα από τα οποία αυτός ο ηθοποιός ταυτίζεται και τον ταυτίζει το ακροατήριο κατά την διάρκεια μερικών ωρών. Ο εσωτερικός άνθρωπος, ο αληθινός, που προσωποποιεί τέτοιους χαρακτήρες, ξέρει κατά την διάρκεια αυτού του χρόνου ότι αυτός «είναι» ο Άμλετ μόνο για το μικρό διάστημα μερικών θεατρικών πράξεων οι οποίες όμως, στο επίπεδο της ανθρώπινης πλάνης, αναπαριστάνουν όλη τη ζωή του Άμλετ. Ξέρει επίσης ότι το προηγούμενο βράδυ υπήρξε ο βασιλιάς Ληρ, που με τη σειρά του είναι η μεταλλαγή του Οθέλλου της νύχτας που προηγήθηκε. Και ακόμα όταν υποτίθεται ότι το εξωτερικό, ορατό πρόσωπο αγνοεί αυτό το περιστατικό -και στην πραγματική ζωή αυτή η άγνοια είναι δυστυχώς πολύ έντονη- όμως η σταθερή ατομικότητα το ξέρει πολύ καλά, και είναι η ατροφία του πνευματικού ματιού στο φυσικό σώμα αυτή που εμποδίζει την γνώση αυτή να εντυπωθεί στη συνείδηση της ψεύτικης, προσποιητής προσωπικότητας.